Перевод: с греческого на турецкий

с турецкого на греческий

ἀγέραστος

См. также в других словарях:

  • ἀγέραστος — without a gift of honour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγέραστος — (I) και αγήραστος, η, ο αυτός που δεν γερνάει, ο πάντα ακμαίος, θαλερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γεράζω. ΠΑΡ. αγερασιά]. (II) ἀγέραστος, ον (Α) αυτός που δεν τού δόθηκε τιμητικό δώρο, ο αβράβευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέρας] …   Dictionary of Greek

  • αγέραστος — η, ο αυτός που δε γερνά, που μένει ακμαίος: Μόλο που χε περάσει τα ογδόντα έμενε αγέραστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγέραστον — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem acc sg ἀγέραστος without a gift of honour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεράστοις — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεράστους — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεράστῳ — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέραστα — ἀγέραστος without a gift of honour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέραστοι — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβασίλευτος — η, ο (Α ἀβασίλευτος, ον) [βασιλεύω] αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά… …   Dictionary of Greek

  • αγήραστος — η, ο ο αγέραστος* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»