-
21 προαίρεσις
προαίρεσις, εως, ἡ (αἱρέω; Pla., Demosth., Aristot., ins, pap, LXX, Test12Patr, EpArist, Philo, Joseph., Just., Tat., Ath.) a choosing of one thing before another, choice, commitment (freq. w. a political connotation, of one who chooses the correct side and manifests loyalty, s. Welles, ind.; also a favorite term of moral philosophers, e.g. Diogenes 21, 5 p. 114 Malherbe) λ[ά]β̣ε̣τ̣ε̣ π̣[ροαίρ]|εσιν ἀγαθήν make the right commitment, that is, from polytheism to Christianity AcPl Ha 1, 20 (for the use of ἀγαθ. w. προαίρεσις s. Welles, no. 75, 10, of a treasurer who is commended for his ‘exemplary dedication’ or ‘commitment’ to his responsibilities); s. the ed’s. note on the lacuna in 2, 2f.—M-M s.v. προαιρέω. -
22 ἀγαθοποιί̈α
ἀγαθοποιί̈α, ας, ἡ (Ptolem., Apotel. 1, 18, 4 ed. FBoll-EBoer ’40; Vett. Val. 164, 17; Vi. Aesopi III p. 309, 8) engagement in doing what is good, doing good (TestJos 18:2 v.l. B-D-F §119, 1); together with other ἀγαθ-terms, ἀ. is part of the semantic field relating to the esteem in which Gr-Rom. persons of exceptional merit were held. κτίστῃ παρατίθεσθαι τὰς ψυχὰς ἐν ἀγαθοποιί̈ᾳ (v.l. ἀγαθοποιί̈αις) entrust their souls to the creator while (or by) doing good, which can be taken gener. or as meaning specif. acts (so, if pl.) 1 Pt 4:19; πόθος εἰς ἀ. a longing to do good 1 Cl 2:2—cp. 2:7; 33:1; πρόθυμος εἰς ἀ. eager to do good 34:2.—TW. Spicq. Sv. -
23 ἀγαθότης
ἀγαθότης, ητος, ἡ goodness (s. prec. ἀγαθ- entries; Philo, Leg. All. 1, 59 ἡ γενικωτάτη ἀρετή, ἥν τινες ἀγαθότητα καλοῦσιν; Albinus, Didasc, 10 p. 165, 8) of God (Sallust. 3 p. 4, 4; 7 p. 14, 1 al.; Themist., Or. 1, p. 8, 28 D; Procl. on Pla., Rep. I p. 27, 10; 28, 4 al. WKroll; Simplicius in Epict. p. 12, 7; Cat. Cod. Astr. VIII/2 p. 156, 16; Sb 2034, 7; Wsd 7:26; 12:22; TestAbr A 14 p. 94, 29 [Stone p. 36]; ParJer 6:13; ApcEsdr 5, 18; Philo, Deus Imm. 73 al.) and of humans (Wsd 1:1; Sir 45:23; TestAsh 3:1; TestBenj 8:1), as 2 Cl 13:4; Hm 8:10 v.l.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγαθ' — ἀγαθί , ἀγαθίς ball of thread fem voc sg ἀγαθά , ἀγαθός good neut nom/voc/acc pl ἀγαθά̱ , ἀγαθός good fem nom/voc/acc dual ἀγαθά̱ , ἀγαθός good fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀγαθέ , ἀγαθός good masc voc sg ἀγαθαί , ἀγαθός good fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάθ' — ἀγατά , ἀγαστός admirable neut nom/voc/acc pl ἀγατά̱ , ἀγαστός admirable fem nom/voc/acc dual ἀγατά̱ , ἀγαστός admirable fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀγατέ , ἀγαστός admirable masc voc sg ἀγαταί , ἀγαστός admirable fem nom/voc pl ἀγατά , ἀγατός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγαθ' — ἄ̱γατο , ἄγαμαι wonder imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἄγαται , ἄγαμαι wonder pres ind mp 3rd sg ἄγατο , ἄγαμαι wonder imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτελής — ἐκτελής, ές (Α) 1. τέλειος, τελειωμένος («τὰ δ ἀγάθ ἐκτελῆ γενέσθαι», Αισχ.) 2. α) (για σιτηρά) ώριμος («εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν», Ησίοδ.) β) (για πρόσ.) «ἤδη πεφυκότ ἐκτελῆ νεανίαν» που είναι πλέον ώριμος νέος, Ευριπ.) … Dictionary of Greek
επικωμάζω — ἐπικωμάζω (Α) [επίκωμος] 1. περιφέρομαι στους δρόμους μαζί με άλλους κωμαστές τραγουδώντας και διασκεδάζοντας 2. ορμώ κάπου με συνοδεία άλλων κωμαστών («ὅτε δὲ τῶν νεωτέρων αἴσθοιτό τινας συνευωχουμένους ὅπου δήποτε,... παρεῑν ἐπικωμάζων», Πολ.)… … Dictionary of Greek
ευήθης — εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες) υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο… … Dictionary of Greek
ευαρδής — εὐαρδής, ές (Α) 1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.) 2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο αρδής] … Dictionary of Greek
ευόμαλος — εὐόμαλος, ον (Μ) ομαλός («τὰ πεδία εὐόμαλά τε ἀγαθὰ ἐστρατοπεδεύσασθαι», Αγαθ.) … Dictionary of Greek
καθαρουργός — καθαρουργός, ὁ (Α) αρτοποιός που παρασκευάζει εκλεκτό, λευκό άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + ουργός (< έργον), πρβλ. αγαθ ουργός, ραδι ουργός] … Dictionary of Greek
λιπουργός — λιπουργός, όν (Α) αυτός που δεν θεραπεύθηκε πλήρως, ο ατελώς, κακώς θεραπευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. λιπ(ο) * + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. αγαθ ουργός, θε ουργός] … Dictionary of Greek
λωβιάρης — και λουβιάρης, άρα, ικο αυτός που πάσχει από λώβα, λεπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αγαθ ιάρης, λιγδ ιάρης)] … Dictionary of Greek