-
1 Αγώνιος
-
2 Ἀγώνιος
-
3 αγώνιος
-
4 ἀγώνιος
-
5 ἀγώνιος
a competitive, of competitionἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7
ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων I. 9.8
κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a musical contest for hyporchemata) *fr. 107a. 2*.b epithet of Hermes, patron of contests v.ἐναγώνιος. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.60
-
6 ἀγώνιος
ἀγών-ιος (A), ον,A of or belonging to the contest, ἄεθλος ἀ. its prize, Pi.I.5(4).7;εὖχος Id.O.10(11).63
;πούς Simon.29
:— epith. of Hermes as president of games, Pi.I.1.60, cf. IG5(1).658; of Zeus as decider of the contest, S.Tr.26:—ἀ. θεοί, in A.Ag. 513, Supp. 189, 242, Pl.Lg. 783a, either gods in assembly, or the gods who presided over the great games (Zeus, Poseidon, Apollo, and Hermes), = ἀγοραῖοι θ., Eust.1335.58.2ἀγωνίῳ σχολᾷ S. Aj104
, either pause from battle, or strenuous rest (oxymoron, cf. Sch.).-------------------------------------------ἀ-γώνιος (B), ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγώνιος
-
7 αγωνίως
-
8 ἀγωνίως
-
9 αγώνιον
-
10 ἀγώνιον
-
11 Αγωνίοις
-
12 Ἀγωνίοις
-
13 Αγωνίοισι
-
14 Ἀγωνίοισι
-
15 Αγωνίου
-
16 Ἀγωνίου
-
17 Αγωνίους
-
18 Ἀγωνίους
-
19 Αγωνίω
-
20 Ἀγωνίῳ
См. также в других словарях:
Ἀγώνιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγώνιος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγώνιος — (I) ἀγώνιος, ον (Α) [ἀγών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα 2. ως επίθ. θεών που προστατεύουν τους αγωνιζόμενους ή όσους βρίσκονται σε κίνδυνο 3. φρ. «ἀγώνιοι θεοί», θεοί σε συνάθροιση, σε συγκέντρωση ή οι θεοί που προέδρευαν στα μεγάλα… … Dictionary of Greek
ἀγωνίως — ἀγώνιος of adverbial ἀγώνιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγώνιον — ἀγώνιος of masc/fem acc sg ἀγώνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιώτερος — ἀγώνιος of masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγωνίοις — Ἀγώνιος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίοις — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγωνίοισι — Ἀγώνιος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίοισι — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγωνίου — Ἀγώνιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)