-
1 αγωνιστικωτέρους
-
2 ἀγωνιστικωτέρους
См. также в других словарях:
ἀγωνιστικωτέρους — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγωνιστικωτέρους
2 ἀγωνιστικωτέρους
ἀγωνιστικωτέρους — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)