Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀγρῶν

  • 1 межевание

    ο διαχωρισμός του εδάφους, η χωρομέτρηση, η χάραξη συνόρων των αγρών.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > межевание

  • 2 полеводство

    полевод||ство
    с ἡ γεωργία, ἡ γεωπονία, ἡ καλλιέργεια τῶν ἀγρών.

    Русско-новогреческий словарь > полеводство

  • 3 шампиньон

    шампиньон
    м (гриб) ὁ μύκης τών ἀγρών, τό ἀσπρομανίταρο.

    Русско-новогреческий словарь > шампиньон

  • 4 возделывание

    ουδ.
    καλλιέργεια•

    возделывание полей καλλιέργεια των αγρών•

    возделывание хлебных растений καλλιέργεια σιτηρών.

    Большой русско-греческий словарь > возделывание

  • 5 межевание

    ουδ.
    χάραξη συνόρων αγρών.

    Большой русско-греческий словарь > межевание

  • 6 пал

    α., πλθ. -ы (διαλκ.).
    1. πυρκαγιά (αγρών, δασών).
    2. καμένο μέρος (πεδιάδας ή δάσους).
    εκφρ.
    пустить пал – (διαλκ.) βάζω φωτιά (στον κάμπο ή στο δάσος).
    α. (ναυτ.) δέστρα.

    Большой русско-греческий словарь > пал

  • 7 поле

    -я, πλθ.ουδ.
    1. πεδιάδα άδεντρη, ακάλυπτη. || χωράφι, αγρός•

    пахать поле οργώνω το χωράφι•

    удобрение -лей λίπανση των αγρών.

    2. γήπεδο•

    тбольное поле γήπεδο ποδοσφαίρου.

    || πεδίο•

    поле обстрела πεδίο βολής•

    поле учений πεδίο ασκήσεων•

    поле зрения πεδίο όρασης ή οπτικό πεδίο•

    минное поле ναρκοπέδιο•

    магнитное поле μαγνητικό πεδίο•

    широкое поле деятельности πλατύ πεδίο (σφαίρα) δράσης•

    марсово поле πεδίο του Αρεως•

    элисиские -я Ηλί-σια πεδία.

    || ο φόντος.
    3. περιθώριο•

    тетрадь с полями τετράδιο με περιθώριο•

    замтки на -ях παρατηρήσεις στο περιθώριο.

    4. πλθ. -я ο γύρος (μπορ) καπέλου.
    5. κυνηγετική εποχή.
    εκφρ.
    поле боя, битвы, сражения, брани – πεδίο της μάχης•
    поле смертиπαλ. πεδίο της μάχης.

    Большой русско-греческий словарь > поле

  • 8 Move

    v. trans.
    P. and V. κινεῖν.
    met., affect: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), P. κατακλᾶν, V. ἀνθάπτεσθαι (gen.), θιγγνειν (gen.), ψαύειν (gen.).
    Overcome: P. and V. θέλγειν (Plat. but rare P.), τέγγειν (Plat. but rare P.), Ar. and V. μαλάσσειν, V. μαλθάσσειν, νικᾶν.
    Be moved, affected: use also P. and V. κάμπτεσθαι, P. κατακάμπτεσθαι, P. μαλακίζεσθαι, V. μαλθακίζεσθαι.
    Induce: P. and V. ἐπγειν, προγειν, προτρέπειν; see Induce.
    Disturb: P. and V. ταράσσειν; see Disturb.
    Move a resolution: P. and V. γρφειν (acc. or absol.); see Introduce.
    Move heaven and earth, met.: V. πάντα κινῆσαι πέτρον (Eur., Heracl. 1002).
    V. intrans. P. and V. κινεῖσθαι.
    Go: P. and V. χωρεῖν, Ar. and V. βαίνειν.
    Come and go: P. and V. φοιτᾶν, ἐπιστρέφεσθαι, ναστρέφεσθαι, V. στρωφᾶσθαι.
    Move ( in the game of draughts): P. φέρειν (absol.) (Plat. Rep. 487C).
    Change one's dwelling: P. and V. μεθίστασθαι, V. μετοικεῖν, P. διοικίζεσθαι.
    Move out of a dwelling place: Ar. and P. ἐξοικίζεσθαι.
    Move from the country ( to the city) ( for protection): P. σκευαγωγεῖν ἐκ τῶν ἀγρῶν (Dem. 237).
    ——————
    subs.
    Plan: P. and V. βούλευμα, τό, P. ἐπιβουλή, ἡ; see Plan.
    Change of dwelling: P. διοίκισις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Move

См. также в других словарях:

  • Ἄγρων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγρων — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο. Κώος που περιφρόνησε τους θεούς και λάτρευε μαζί με τους συγγενείς του μόνο τη Γη, πράγμα που έκανε τους θεούς να μεταμορφώσουν και αυτόν και τους συγγενείς του σε διάφορα πουλιά. 2 …   Dictionary of Greek

  • Ἀγρῶν — Ἄγραι hunting fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρῶν — ἄγρα hunting fem gen pl ἀγρέω take pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἀγρός field masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγρωνα — Ἄγρων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγρωνι — Ἄγρων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγρωνος — Ἄγρων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Агрон (царь) — У этого термина существуют и другие значения, см. Агрон (значения). Агрон Άγρων царь Иллирии 250 230 гг …   Википедия

  • αγρονομία — Το σύστημα των νομοθετικών διατάξεων για την αστυνόμευση των αγρών· η εποπτεία και η διαχείριση γενικά των αγροτικών κτημάτων· επίσης, το αξίωμα του αγρονόμου ή του επόπτη των αγρών στην αρχαία Αθήνα. (Γεωργ.)Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται… …   Dictionary of Greek

  • αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»