-
1 αγροιωτης
I(ἀνέρες, βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.)
II
См. также в других словарях:
ἀγροιώτας — ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc acc pl ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)