-
1 αγριας
-
2 αγριος
3 и 21) дикий(αἶξ Hom.; δένδρεα Her.; ἔλαιον Soph.; τόπος Plat.)
μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτός Aesch. — вино из дикого винограда2) жестокий, свирепый, лютый, злой(ἀνήρ, πτόλεμος Hom.; δρακαίνης φύσις Eur.)
3) неукротимый, необузданный, грубый(θυμός Hom.; ἤθεα Her.; ὀργή Soph.; ἔρωτες Plat.)
4) мучительный, тяжелый(νόσος Soph.; τραύματα Eur.)
5) бурный, ужасный(νύξ Her.; χεῖμα Eur.)
-
3 θηρευω
реже med.1) охотиться, ловить(ὄρνιθας ἀγρίας Plat.; τοὺς ἰχθῦς Arst.)
ἥ κρήνη, ἐφ΄ ᾗ λέγεται Μίδας τὸν Σάτυρον θηρεῦσαι Xen. — источник, в котором Мидас, говорят, поймал сатира2) ловить, хватать(ἀνθρώπους ἐπὴ θυσίαν Arst.; τι ἐκ τοῦ στόματός τινος NT.)
3) стремиться, добиваться, искать(γάμους Aesch.; ἀρετάν Eur.; φιλίαν Xen.; ἡδονάς Isocr.; ἐπιστήμην Plat.; κέρδος Arst.)
θ. ὀνόματα Plat. — гоняться за словами4) разыскивать, исследовать(τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Arst.; χρόνον γενέσεως Plut.)
5) попадать, поражать(βέλος θήρευσέ τινα Pind.)
См. также в других словарях:
ἀγριάς — wild fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριάς — ( άδος), η (AM ἀγριάς) (ως θηλ. τού επιθ. ἄγριος) η άγρια … Dictionary of Greek
Αγριάς, δήμος — Νέος δήμος (6.112 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγριάς και Δρακείας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Αγριά … Dictionary of Greek
ἀγρίας — ἀγρίᾱς , ἄγριος living in the fields fem acc pl ἀγρίᾱς , ἄγριος living in the fields fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱς , ἀγρία fem acc pl ἀγρίᾱς , ἀγρία fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱γρίᾱς , ἀγριάω to be savage imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριά — ἀγριάς wild fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδα — ἀγριάς wild fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδας — ἀγριάς wild fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδες — ἀγριάς wild fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδος — ἀγριάς wild fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδων — ἀγριάς wild fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek