-
1 αγριάς
-
2 ἀγριάς
-
3 αγρίας
ἀγρίᾱς, ἄγριοςliving in the fields: fem acc plἀγρίᾱς, ἄγριοςliving in the fields: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀγρίᾱς, ἀγρίαfem acc plἀγρίᾱς, ἀγρίαfem gen sg (attic doric aeolic)ἀ̱γρίᾱς, ἀγριάωto be savage: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀγρίᾱς, ἀγριάωto be savage: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
4 ἀγρίας
ἀγρίᾱς, ἄγριοςliving in the fields: fem acc plἀγρίᾱς, ἄγριοςliving in the fields: fem gen sg (attic doric aeolic)ἀγρίᾱς, ἀγρίαfem acc plἀγρίᾱς, ἀγρίαfem gen sg (attic doric aeolic)ἀ̱γρίᾱς, ἀγριάωto be savage: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀγρίᾱς, ἀγριάωto be savage: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
5 ἀγριάς
-
6 αγριά
-
7 ἀγριά
-
8 αγριάδα
-
9 ἀγριάδα
-
10 αγριάδας
-
11 ἀγριάδας
-
12 αγριάδες
-
13 ἀγριάδες
-
14 αγριάδος
-
15 ἀγριάδος
-
16 αγριάδων
-
17 ἀγριάδων
-
18 αἴξ
Aαἴγεσιν Il.10.486
, ; also [dialect] Boeot. ἤγυς, = αἴγοις, IG7.3171:— goat, mostly fem.,μηκάδας αἶγας Od.9.124
;λεύκας αἶγος Sapph.7
(s.v.l.), cf. Ar.Nu.71, Pl.Lg. 639a, etc., but masc. in Od.14.106, 530; alsoτῶν αἰγῶν τῶν τραγῶν Hdt.3.112
:—once in Trag., S.Fr. 793 (anap.).2 αἲξ ἄγριος wild goat, prob. ibex (cf. αἴγαγρος), ἰονθάς Od.14.50
;ἴξαλος Il.4.105
;αἶγες ὀρεσκῷοι Od.9.155
;ἀγρότεραι 17.295
:—proverbs, αἲξ οὐρανία in Com. as a source of mysterious and suspected wealth, in allusion to the horn of Amalthea, Cratin.244;οὐράνιον αἶγα πλουτοφόρον Com.Adesp.8
; αἲξ τὴν μάχαιραν (sc. ηὗρε), of those who 'ask for trouble', Zen.1.27; αἲξ οὔπω τέτοκεν 'don't count your chickens before they are hatched', 1.42;αἲξ Σκυρία· ἐπὶ τῶν τὰς εὐεργεσίας ἀνατρεπόντων· ἀνατρέπει γὰρ τὸ ἀγγεῖον ἀμελ χθεῖσα Diogenian.2.33
;αἲξ ἐς θάλασσαν· ἀτενὲς ὁρᾷς, ἐπὶ τῶν φιληδούντων 3.8
; ;οὐ δύναμαι τὴν αἶγα φέρειν, ἐπί μοι θέτε τὸν βοῦν Plu.2.830a
;ἐλεύθεραι αἶγες ἀρότρων· ἐπὶ τῶν βάρους τινὸς ἀπηλλαγμένων Zen.3.69
; κατ' αἶγας ἀγρίας, = ἐς κόρακας, Hsch., Diogenian.5.49;νοῦσος, αἶγας ἐς ἀγριάδας τὴν ἀποπεμπόμεθα Call.Aet.3.1.13
; αἰγῶν ὀνόματα, of worthless objects, Suid. -
19 θηρεύω
A : [tense] pf. :—[voice] Med., [tense] fut. : [tense] aor.ἐθηρευσάμην Ar.Fr.51
, Pl.Tht. 197d:—[voice] Pass., [tense] pf. τεθήρευμαι Lysipp.Com.7: [tense] aor.ἐθηρεύθην Hdt.3.102
, A.Ch. 493, Pl.Sph. 221a: (cf. θηράω):— hunt, θηρεύοντα while hunting, Od.19.465, cf. Hdt.4.112; θηρεύειν διὰ κενῆς, of the motions of the hands of dying persons, Hp.Prog.4.II c. acc., hunt after, chase, catch,ἀττελέβους Hdt.4.172
; θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας, μῦν, X.An.1.2.7, Pl.Tht. 197c, PCair.Zen.300.7 (iii B.C.); ; [ ἐλέφαντας] OGI54.11 (Adule, iii B.C.); of men, Hdt. 4.183;θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἤ θυσίαν Arist.Pol. 1324b39
, cf. X.An. 1.2.13; Τιτυὸν βέλος θήρευσε it hit, struck him, Pi.P.4.90:—[voice] Med., Ar.Fr.51, Pl.Grg. 464d, Euthd. 290b:—[voice] Pass., to be hunted, Hdt.3.102; to be preyed upon, ib. 108; to be caught, : metaph., to be captivated, Lysipp.Com.7.2 metaph., hunt, seek after,κερδέων μέτρον Pi.N.11.47
; ; (lyr.);θ. νέους πλουσίους ὀρφανούς Aeschin.1.170
; ἡδονάς, ἐπιστήμην, Isoc.1.16, Pl.Tht. 200a, al.; [ εὐδαιμονίαν] Arist.Pol. 1328b1; ὀνόματα, ῥήματα, Pl.Grg. 489b, And.1.9, cf. Antipho 6.18;τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Arist.APr. 46a11
; θ. τὸν πλησίον, of an orator, Phld.Rh. 2.5 S., al.—Trag. preferred θηράω, exc. where metre demanded θηρεύω. -
20 σάνιτρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σάνιτρα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγριάς — wild fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριάς — ( άδος), η (AM ἀγριάς) (ως θηλ. τού επιθ. ἄγριος) η άγρια … Dictionary of Greek
Αγριάς, δήμος — Νέος δήμος (6.112 κάτ.) του νομού Μαγνησίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγριάς και Δρακείας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Αγριά … Dictionary of Greek
ἀγρίας — ἀγρίᾱς , ἄγριος living in the fields fem acc pl ἀγρίᾱς , ἄγριος living in the fields fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγρίᾱς , ἀγρία fem acc pl ἀγρίᾱς , ἀγρία fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱γρίᾱς , ἀγριάω to be savage imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριά — ἀγριάς wild fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδα — ἀγριάς wild fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδας — ἀγριάς wild fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδες — ἀγριάς wild fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδος — ἀγριάς wild fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριάδων — ἀγριάς wild fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek