-
1 αγοράσματα
-
2 ἀγοράσματα
-
3 αγοράσματ'
ἀγοράσματα, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut nom /voc /acc plἀγοράσματι, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut dat sgἀγοράσματε, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut nom /voc /acc dual -
4 ἀγοράσματ'
ἀγοράσματα, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut nom /voc /acc plἀγοράσματι, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut dat sgἀγοράσματε, ἀγόρασμαthatwhichisbought: neut nom /voc /acc dual -
5 ταγοράσματα
-
6 τἀγοράσματα
См. также в других словарях:
ἀγοράσματα — ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀγοράσματα — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσματ' — ἀγοράσματα , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc pl ἀγοράσματι , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut dat sg ἀγοράσματε , ἀγόρασμα thatwhichisbought neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)