Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγνόημα

  • 21 ἁμάρτημα

    ἁμάρτημα, τος, τό (w. mngs. ranging fr. involuntary mistake to serious moral default: Arist., EN 1135b; Pre-Socr., Soph. et al.; Diod S 14, 76, 4 εἰς θεοὺς ἁμαρτήματα; POxy 34 III, 13; PTebt 5, 3 [s. ἀγνόημα]; PParis 63 XIII, 2ff; BGU 1141, 8; 1185, 7; LXX; En; PsSol 17:8; TestSol D; TestAbr A 14 p. 94, 22 [Stone, p. 36]; ParJer 2:2; ApcEsdr, ApcMos; EpArist 297; Philo; Jos., Bell. 4, 348, Ant. 1, 22, 3:221 al.; Mel., P. 103, 788 [B; ἁμαρτιῶν Ch.]; Fgm. 12, 9; Theoph. Ant. 1, 2 [p. 60, 20]) as an individual act sin, transgression (as moral default Pla., Phd. 113e) Ro 5:16 v.l.; αἰώνιον ἁ. an everlasting sin Mk 3:29; τὰ προγεγονότα ἁμαρτήματα Ro 3:25 (s. Eunap. p. 76 [B.] τὰ προγεγενημένα τῶν ἁμαρτημάτων); cp. τῶν πάλαι αὐτοῦ ἁμαρτημάτων 2 Pt 1:9 v.l.; ἐξαλείφειν τὰ πρότερα ἁ. wipe out our former sins 2 Cl 13:1; καθαρίζεσθαι ἀπὸ τῶν ἁ. be cleansed fr. sins Hv 3, 2, 2; ποιεῖν ἁ. (Hdt. 7, 194, 2; Jdth 11:17; 13:16) 1 Cor 6:18. κρύπτειν τὸ ἁ. GJs 14:1; φανεροῦν τὸ ἁ. 16:1, 3. ἀφιέναι τινὶ τὰ ἁ. (1 Macc 13:39) forgive someone’s sins Mk 3:28; PtK 3 p. 15, 27; GJs 5:1; for this ἰᾶσθαι τὰ ἁ. (Pla., Gorg. 525b ἰάσιμα ἁμαρτήματα ἁμαρτάνειν) Hv 1, 1, 9; Hs 9, 23, 5; ποιεῖν ἴασιν τοῖς προτέροις ἁ. m 12, 6, 2; σῴζειν ἐκ τῶν ἁ. GJs 14:2. τελειοῦν τὰ ἁ. GPt 5:17=ASyn. 347, 60. ἵνα κἀκεῖνοι τελειωθῶσιν τοῖς ἁ. in order that they might be perfected in their sins = that the measure of their (i.e. the rebellious Israelites at the time of Moses) sins might be filled B 14:5. μετανοεῖν ἐπὶ τοῖς ἁ. repent of sins 1 Cl 7:7 (Wsd 12:19 ἐπὶ ἁμαρτήμασιν μετάνοια. Cp. Appian, Bell. Civ. 2, 63 §261f ἐπὶ μετάνοιαν … τὸ ἁμάρτημα). ἐφήδεσθαι τοῖς ἁ. delight in sins Dg 9:1. OHey, Philol 83, 1928, 1–17, 137–63.—DELG s.v. ἁμαρτάνω. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἁμάρτημα

См. также в других словарях:

  • αγνόημα — ἀγνόημα, το (Α) [ἀγνοῶ] 1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που οφείλεται σε άγνοια 2. άγνοια …   Dictionary of Greek

  • ἀγνόημα — fault of ignorance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοημάτων — ἀγνόημα fault of ignorance neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοήμασι — ἀγνόημα fault of ignorance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοήμασιν — ἀγνόημα fault of ignorance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοήματα — ἀγνόημα fault of ignorance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοήματι — ἀγνόημα fault of ignorance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνοήματος — ἀγνόημα fault of ignorance neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

  • σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԳԻՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0126 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 12c, 13c գ. ἅγνοια, ἁγνόημα ignorantia Պակասութիւն գիտութեան. չգիտելն. անգիտանալն. անհմտութիւն. տգիտութիւն. եւ մեղք տգիտութեան. ... *Ածէիր ʼի վերայ մեր անգիտութիւն: Քաւեսցէ վասն անգիտութեանն՝ զոր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»