Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀγνοεῖ

  • 1 ignorant

    ['iɡnərənt]
    1) (knowing very little: He's really very ignorant - he ought to read more; I'm ignorant about money matters.) αμαθής,αδαής,ανίδεος
    2) ((with of) unaware: He continued on his way, ignorant of the dangers which lay ahead.) που αγνοεί
    - ignorance

    English-Greek dictionary > ignorant

  • 2 unaware

    (not aware or not knowing: I was unaware of the man's presence.) που αγνοεί
    - take someone unawares
    - take unawares

    English-Greek dictionary > unaware

  • 3 лес

    -а (-у), προθτ. о лесе, в лесу, πλθ. леса α.
    1. δάσος•

    сосновый лес πευκόδασο, πευκώνας•

    дубовый лес δρυμός, δρυμώνας•

    смешанный лес μικτό δάσος•

    густой лес πυκνό δάσος•

    дремучий лес αδιάβατο (απρόσβατο) δάσος•

    хвойный лес κωνοφόρο δάσος•

    лиственный лес δάσος φυλλοφόρων δέντρων.

    || μτφ. πλήθος•

    лес мачт δάσος καταρτιών.

    2. ξυλεία•

    строительный (строевой) лес οικοδομήσιμη ξυλεία•

    корабельный лес ναυπηγήσιμη ξυλεία•

    сплавлять лес μεταφέρω ξυλεία με το ρεύμα ποταμού•

    барочный лес ξυλεία ξυλογραφίας (σκληρή).

    εκφρ.
    тёмный лес для кого – έχει μεσάνυχτα (αγνοεί τελείως)•
    глядеть (смотреть) в лес – προτίθεμαι να εγκαταλείψω τόπο που μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > лес

См. также в других словарях:

  • ἀγνοεῖ — ἀγνοέω not to perceive pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀγνοέω not to perceive pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνόει — ἀ̱γνόει , ἀγνοέω not to perceive imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀγνοέω not to perceive pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀγνοέω not to perceive imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρωνεία — η (AM εἰρωνεία) λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, τής συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων νεοελλ. φρ. 1. «ειρωνεία τής τύχης» η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο τής τύχης που φαινόταν ευνοϊκή 2. «σωκρατική ειρωνεία» η φιλοσοφική, παιδευτική… …   Dictionary of Greek

  • Κρης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της νύμφης Ιδαίας, ήταν ήρωας της Κρήτης καθώς και ο πρώτος ιθαγενής βασιλιάς της. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. θέσπισε στην προμινωική φάση το δίκαιο του πληθυσμού των Ετεοκρητών. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι… …   Dictionary of Greek

  • Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • άγνωστος — η, ο (Α ἄγνωστος, η, ον) [γνωστός] 1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος 2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν) αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • άτεχνος — η, ο (AM ἄτεχνος, ον) [τέχνη] Ι. 1. αυτός που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του έντεχνου, άκομψος, απλοϊκός 2. (για πράγμα) κακοφτιαγμένος 3. (για πρόσ.) αδέξιος, ανεπιτήδειος II. επίρρ. ατέχνως αμελέτητα πρόχειρα αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τo… …   Dictionary of Greek

  • αΐστωρ — ἀΐστωρ ( ορος), ο (Α) αυτός που αγνοεί κάτι, άπειρος, απληροφόρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴστωρ*] …   Dictionary of Greek

  • αγνόδικος — ἀγνόδικος, η (Μ) αυτή που αγνοεί το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγνοῶ + δίκη] …   Dictionary of Greek

  • αγνώς — ἀγνώς ( ῶτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για πρόσωπα) άγνωστος 2. (για πράγματα) σκοτεινός, ασαφής, ακατάληπτος 3. άσημος, αφανής 4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν γνωρίζει, που αγνοεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γνῶναι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»