-
1 αγγελια
эп.-ион. ἀγγελίη ἥ1) весть, известие; донесение Hom., Her., Trag., Thuc., Xen., Plat.ἀ. πατρὸς ἐρχομένοιο Hom. — весть о прибытии отца;
ἐμέν ποτιδέγμενος ἀγγελίην Hom. — ожидающий вести обо мне;ἀ. τῆς Χίου Thuc. — сообщение из Хиоса2) посольство3) поручение, указание(ἀγγελίαι Διός HH.; ἀγγελίαι Εὐρυσθέος Pind.)
См. также в других словарях:
εμός — ή, ό (AM ἐμός, ή, όν) (κτητ. αντων. α προσ.) δικός μου (α. «τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα», Ιλ. β. «ἐμὸς ὁ Πλάτων») αρχ. (με ουσ.) 1. (με γεν.) επιτείνεται η έννοια τής κτήσης («πατρός τε μέγα κλέος ἠδ ἐμὸν αὐτοῡ», Ιλ.) 2. ευνοϊκός για μένα 3. αυτός… … Dictionary of Greek