-
1 ἀγαλμοτυπεις
См. также в других словарях:
ἀγαλμοτυπεῖς — ἀγαλμοτυπεύς maker of statues masc acc pl ἀγαλμοτυπεύς maker of statues masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ἀγαλμοτυπεις
ἀγαλμοτυπεῖς — ἀγαλμοτυπεύς maker of statues masc acc pl ἀγαλμοτυπεύς maker of statues masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)