-
1 αβροταζω
[ἀμβροτεῖν и ἁμαρτεῖν] (только conjct. aor. 1 act.) терять из виду
См. также в других словарях:
ἀβροτάξομεν — ἀβροτάζω miss aor subj act 1st pl (epic) ἀβροτάζω miss fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβροτάζω — ἀβροτάζω (Α) (επικό ρήμα σε χρήση μόνο στο α πληθ. πρόσ. υποτ. αόρ. αβροτάξομεν αντί ωμεν) αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ(μ)βροτάζω < αιολ. τύπο ἀμβροτεῖν, ἤμβροτον (ιων. αττ. ἁμαρτεῖν, ἥμαρτον) με ψίλωση και σίγηση τού μ] … Dictionary of Greek