Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀβραάμ

См. также в других словарях:

  • Αβραάμ — I Βιβλικό πρόσωπο. Oπρώτος πατριάρχης και γενάρχης των Εβραίων. Η Βίβλος τον παρουσιάζει ως αρχηγό νομάδων, κύριο πολλών ποιμνίων και λαμπρό πολέμαρχο, που οπουδήποτε σταματούσε κατά τις μεγάλες περιπλανήσεις του, ίδρυε βωμό στον έναν και… …   Dictionary of Greek

  • Αβραάμ Αμπουλαφία μπεν Σαμουήλ — (Τολέδο ή Σαραγόσα 1240 – 1292).Ισπανοεβραίος καβαλιστής. Υπήρξε φύση ανήσυχη και τυχοδιωκτική. Σπούδασε όλες τις γνωστές επιστήμες της εποχής του και μελέτησε ιδιαίτερα το Ταλμούδ (την ιουδαϊκή παράδοση της Βίβλου) και τη φιλοσοφία του Μαϊμονίδη …   Dictionary of Greek

  • Αβραάμ, Νικόλαος — (1888 – Αθήνα 1954).Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Πήρε μέρος στο κίνημα Εθνικής Αμύνης του Ελ. Βενιζέλου και το 1923 εξελέγη πληρεξούσιος στην Δ’ Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Βουλευτής στον Πειραιά του… …   Dictionary of Greek

  • Αβραάμ, πεδιάδα — (Plains of Abraham).Ιστορική πεδιάδα στον Καναδά κοντά στο Κεμπέκ. Η μάχη της π.Α. (1759) μεταξύ Άγγλων και Γάλλων σήμανε το τέλος της γαλλικής ηγεμονίας στον Καναδά. H π.Α. έχει μετατραπεί σε εθνικό δρυμό. Στην περιοχή της υπάρχει επιβλητικό… …   Dictionary of Greek

  • Θυσία του Αβραάμ — Ποιητικό θρησκευτικό δράμα –ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της κρητικής λογοτεχνίας– που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Γράφτηκε πιθανότατα το 1635, σύμφωνα με γραπτή πληροφορία χειρογράφου του Νανιανού Κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, και… …   Dictionary of Greek

  • Ιόφε, Αβραάμ Φιοντόροβιτς — (Abram Joffe, Ρόμνι Πολτάβας 1880 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1960). Ρώσος φυσικός. Σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας της Πετρούπολης και στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του διδάκτορα της φιλοσοφίας. Εργάστηκε …   Dictionary of Greek

  • Μπεναρόγια, Αβραάμ — (Βουλγαρία 1877 – Ισραήλ 1979). Ελληνοεβραίος πολιτικός. Υπήρξε ο ιδρυτής της Φεντερασιόν ή Σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας (με έδρα τη Θεσσαλονίκη), ενώ συμμετείχε το 1918 και στην ίδρυση του ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος).… …   Dictionary of Greek

  • Ορτέλιος, Αβραάμ — (Abraham Ortelius ή Oertel, Αμβέρσα 1527 – 1598). Εξελληνισμένος τύπος από το εκλατινισμένο Ortelius, όνομα του Χάμπραχαμ Όρτελ ή Ούρτελ (Habraham Ortel ή Urtel). Φλαμανδός χαρτογράφος και γεωγράφος. Υπήρξε συγγραφέας του έργου Θέατρο της Υφηλίου …   Dictionary of Greek

  • Χαρκάβι, Άβρααμ Γιακόβλεβιτς — (Νοβογκρόντεκ 1839 – Λένινγκραντ 1919). Ρώσος ανατολιστής και ιστορικός. Από το 1877 ο X. ήταν βιβλιοθηκάριος στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Πετρούπολης. Δημοσίευσε πολλά συγγράμματα και ιδιαίτερα όσα αφορούσαν την ιστορία και τη λογοτεχνία… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ισμαήλ — I (4ος αι. μ.Χ.).Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Ι. έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον συντρόφευαν οι Πέρσες Μανουήλ και Σαβέλ, αποδοκίμασε τον αυτοκράτορα γιατί θυσίαζε στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»