-
1 ἀεθλονικία
ἀεθλο-νῑκία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεθλονικία
-
2 ἀεθλοσύνη
ἀεθλο-σύνη, ἡ,A contest, struggle, AP5.293.18 (Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεθλοσύνη
-
3 ἀεθλοφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεθλοφορέω
-
4 ἀεθλοφόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεθλοφόρος
-
5 ἀεθλοφόρος
ἀεθλο-φόρος, άθλοφόρος: prize-winning; only of horses.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀεθλοφόρος
-
6 άθλοφόρος
ἀεθλο-φόρος, άθλοφόρος: prize-winning; only of horses.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > άθλοφόρος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский