Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

үз+өстенә

  • 1 стен

    α.
    (φυσ.) σθένος, μονάδα μέτρησης ισχύος στη μηχανική.

    Большой русско-греческий словарь > стен

  • 2 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 3 кладка

    кладка
    ж
    1. (действие) τό χτίσιμο, ἡ τοποθέτηση [-ις] (труб, печки)! τό στρώσιμο (рельсов)! τό χτίσιμο, ἡ οίκοδόμηση[-ις]. ἡ τοιχοποιία (стен)·
    2. (стена):
    каменная \кладка ἡ λιθοδομή· кирпичная \кладка ἡ πλινθοδομή, τό πλινθόκτισμα.

    Русско-новогреческий словарь > кладка

  • 4 роспись

    роспись
    ж
    1. (стен) ἡ τοιχογραφία·
    2. (письменный перечень) ὁ κατάλογος.

    Русско-новогреческий словарь > роспись

  • 5 кладка

    θ.
    1. χτίσιμο•

    закончить -у τελειώνω το χτίσιμο•

    каменная кладка λιθοδομή•

    кирпичная кладка πλινθοδομή•

    производить -у стен κάνω τοιχοποιία, τοιχοποιώ.

    2. τοποθέτηση με τη σειρά, ένταξη•

    кладка досок τοποθέτηση σανίδων με τη σειρά.

    3. βλ. кладь (3 σημ.).
    4. γέννηση, εναπόθεση, ωοτοκία•

    у кур началась кладка яйц οι κότες άρχισαν να γεννούν.

    5. (διαλχ.) ευνούχιση.

    Большой русско-греческий словарь > кладка

  • 6 оформление

    ουδ.
    1. εγγραφή πρόσληψη (σύμφωνα με τις διατάξεις).
    2. διακόσμηση, φι-λοτέχνηση•

    оформление книги φιλοτέχνηση του βιβλίου•

    сценическое оформление σκηνικός διάκοσμος, σκηνογραφία•

    музыкальное оформление η εναρμόνηση•

    оформление стен-газеты φιλοτέχνηση της εφημερίδας τοίχου.

    Большой русско-греческий словарь > оформление

  • 7 роспись

    -ив,
    1. διακόσμηση•

    начать роспись потолка и стен αρχίζω τη διακόσμηση της οροφής και των τοίχων.

    || αθρσ. τοιχογραφίες.
    2. κατάλογος, κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > роспись

  • 8 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 9 ухо

    -а, πλθ. уши, ушей ουδ.
    1. το αυτί, το ους•

    у меня болит ухо μου πονά το αυτί•

    шум в ушах βουητό στ αυτιά•

    глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•

    внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•

    среднее ухо το μέσο αυτί•

    чесать ухо ξύνω το αυτί•

    длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.

    2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•

    уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.

    3. η βελονότρυπα.
    4. ακοή•

    медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•

    у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•

    музыкальное ухо μουσικό αυτί.

    εκφρ.
    ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•
    ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•
    навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•
    нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•
    пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•
    слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•
    дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•
    дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•
    в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•
    во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•
    в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•
    за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•
    за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•
    и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•
    краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•
    на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•
    над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•
    не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•
    не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•
    по уши влюбиться (врезатьсяκ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•
    уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•
    в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•
    и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).

    Большой русско-греческий словарь > ухо

См. также в других словарях:

  • Ёстен — Ёстен, Юрген Юрген Ёстен (нем. Jürgen Oesten; род. 24 октября 1913(19131024), Берлин Грюнвальд)  немецкий офицер подводник, капитан 3 го ранга (1 декабря 1944 года). Биография 1 июля 1934 года поступил на флот фенрихом. 1 октября 1936… …   Википедия

  • Стен (значения) — Стен: Стен  единица измерения силы в системе единиц МТС. Стен, Ян  художник. Карлстрём, Стен Улоф. Стуре, Стен Младший …   Википедия

  • СТЕН Ян — СТЕН, ЯН ХАВИКС (Steen, Jan Haviksz) (ок. 1626 1679), голландский художник жанрист, родился в Лейдене. Учился в Утрехте у Николаса Кнупфера, в Гааге у Яна ван Гойена и в Харлеме у Адриана ван Остаде. Вступил в гильдию живописцев в Лейдене в 1648 …   Энциклопедия Кольера

  • стен — (от греч. sthénos  сила), единица силы в МТС системе единиц; обозначается сн. 1 сн = 1000 Н = 101,972 кгс. * * * СТЕН СТЕН (от греч. sthenos сила), единица силы в МТС системе единиц (см. МТС СИСТЕМА ЕДИНИЦ); обозначается сн. 1 сн = 1000 Н =… …   Энциклопедический словарь

  • Стен Ян — (Steen) (около 1626 1679), голландский живописец. Полные грубоватого народного юмора сцены из жизни крестьян и горожан («Гуляки», около 1660) отличаются острой, иногда сатирической характеристикой персонажей, живой занимательностью повествования …   Энциклопедический словарь

  • стен — (гр. sthenos сила) единица силы, равная силе, сообщающей массе в 1 т ускорение м/с2; сокр. обозначения: сн, sn; 1 сн = 1000 ньютонов. Новый словарь иностранных слов. by EdwART, , 2009. стен [стэн], стена, м. [греч. stenos – сила] (мех.). Единица… …   Словарь иностранных слов русского языка

  • Стен Ян — Стен (Sten) Ян (около 1626, Лейден, ‒ похоронен 3.2.1679, там же), голландский живописец. Учился, вероятно, у Н. Кнюпфера в Утрехте, А. ван Остаде в Харлеме и Я. ван Гойена в Гааге. Работал в Лейдене (где в 1648 получил звание мастера), Гааге (с… …   Большая советская энциклопедия

  • стен — стен, а; р. мн. ов, счётн.ф. стен [тэ] (единица силы) …   Русское словесное ударение

  • СТЕН — [стэн], стена, муж. (греч. stenos сила) (мех.). Единица силы, которая массе в одну тонну сообщает ускорение на один метр в секунду. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • Стен Ян —         (Steen) (около 1626 1679), голландский живописец. Учился, вероятно, у Н. Кнюпфера в Утрехте, А. ван Остаде в Харлеме и Я. ван Гойена в Гааге. Писал портреты, пейзажи, библейские композиции, но преимущественно обращался к бытовому жанру.… …   Художественная энциклопедия

  • стен — стен, а, род. п. мн. ч. ов, счетн. ф. стен (ед. измер.) …   Русский орфографический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»