Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

это+он+сам

  • 1 сам

    сам (сама, само, сами) о ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)· я \сам видел το είδα ο ίδιος; он \сам это сказал о ίδιος το είπε· она и \сама это знает το ξέρει η ίδια; они \сами придут θα ρθουν μόνοι τους ◇ само собой разумеется είναι αυτονόητο
    * * *
    (сама, само, сами)
    ο ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)

    я сам ви́дел — το είδα ο ίδιος

    он сам э́то сказа́л — ο ίδιος το είπε

    она́ и сама́ э́то зна́ет — το ξέρει η ίδια

    они́ сами приду́т — θα ρθουν μόνοι τους

    ••

    само́ собо́й разуме́ется — είναι αυτονόητο

    Русско-греческий словарь > сам

  • 2 сам

    сам
    мест. (сама, само, сами)
    1. (лично) ἐγώ ὁ ἰδιος, αὐτός ὁ ἰδιος:
    он \сам это сказал αὐτός ὁ ἰδιος τό είπε· я \сам ви́дел τό είδα ὁ ϊδιος·
    2. (без посторонней помощи) μόνος, μοναχός:
    он \сам справился с работой μόνος του τήν ἔβγαλε πέρα τή δουλειά·
    3. (усиливает значение мест, и сущ.) ὁ ἰδιος:
    \сам отец сказал ὁ ἰδιος ὁ πατέρας τό είπε·
    4. (хозяин, глава) уст. τό ἀφεντικό·
    5. (олицетворенный) προσωποποιημένη:
    он \сам сама доброта εἶναι ἡ καλωσύνη προσωποποιημένη· ◊ \сам не свой σαστισμένος· \самό собой разумеется εἶναι αὐτονόητο, ἐννοείται· \сам по себе (по природе) ἀυτός καθ' ἐαυτός.

    Русско-новогреческий словарь > сам

  • 3 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

  • 4 самый

    са́м||ый
    мест.
    1. (в смысле «именно), <исак раз») αὐτός ὁ ἰδιος, ὁ ἰδιος, αὐτός ούτος:
    тот же \самый αὐτός ὁ ἰδιος· это то же \самыйое εἶναι ἕνα καί τό αὐτό, τό ίδιο· с \самыйого начала ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· около \самыйого дома δίπλα ἀκριβώς στό σπίτι·
    2. (в смысле «сам по себе») αὐτός καθ' ἐαυτός:
    \самый факт появления этой книги меня удивил τό γεγονός καί μόνο τής ἐκδοσης αὐτοδ τοδ βιβλίου μέ ἐξέ· πληξε·
    3. (для образования превосх. ст.) ὁ πιό, ὁ πλέον:
    \самый высокий ὁ πιό (^ψηλός· это \самый холодный день εἶναι ἡ πιό κρύα μέρα· ◊ в \самый раз разг ἀκριβως· в \самыйом деле, на \самыйом деле πραγματι-κά [-ῶς], τῶ δντι, στήν πραγματικότητα· в \самыйом деле? ἀλήθεια;

    Русско-новогреческий словарь > самый

  • 5 ты

    ты
    (тебя, тебе, тобой) мест. личн. ἐσύ, σύ:
    это ты виноват ἐσύ φταις· ты сам ἐσύ ὁ ίδιος· как тебя зову́т? πως σέ λενε;· тебе это нравится? αὐτό σοῦ ἀρέσει;· я пойду́ с тобой θά πάω μαζί σου· что с тобой? τί ἐχεις;, τί Επαθες;· тобой довольны εἶναι εὐχαριστημένοι μέ σένα· о тебе сегодня говорили γιά σένα σήμερα ἔγινε λόγος· ◊ быть с кем-л. на „ты· μιλώ μέ κάποιον στον ἐνικό.

    Русско-новогреческий словарь > ты

  • 6 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 7 и

    и
    1. союз (соединительный) καί:
    брат и сестра ἀδελφός κι ἀδελφή· дверь открылась и вошла жеищииа ἀνοιξε ἡ πόρτα καί μπήκε μιά γυναίκα·
    2. союз (усилительный) καί:
    и ты ей поверила! καί σύ τήν πίστεψες!· и сам не рад καί γώ τό μετάνοιωσα·
    3. союз (уступительный) μά, ὀμως:
    и рад бы поехать, да времени нет εὐχαρίστως θά πήγαινα μά δέν ἔχω καιρὅ
    4. (в смысле «также») καί:
    и я хочу́ пойти καί ἐγώ θέλω νά πάω·
    5. (в смысле чдаже») καί, ἀκόμα καί:
    это и я могу́ сделать αὐτό τό κάνω κι ἐγώ· не могу́ и поду́мать ὁδτε νά τό σκεφτώ μπορώ·
    6. (в смысле «.именно») ἀκριβῶς καί:
    э́то о вас и говорят γιά σάς ἀκριβῶς μιλᾶνε·
    7. и... и... (при повторении) καί... καί:
    и я и сестра καί γώ καί ἡ ἀδελφή· μου· и то и другое καί τό ἕνα καί τό ιϊλλο· ◊ и так далее καί ὁΰτω καθεξής· и тому подобное καί τά λοιπά (сокр. κ.λ.π.)· и прочее καί λοιπά.

    Русско-новогреческий словарь > и

  • 8 я

    я
    1. (меня, мне, мной, мною) мест, личн. ἐγώ:
    это я ἐγώ είμαι· вот и я νάμαι καἴ ἐγώ· я сам ἐγώ ὁ ἰδιος· э́то для меня αὐτό εἶναι γιά μένα· вы меня́ видели на улице? μέ είδατε στό δρόμο;· дай мне книгу δώσε μου τό βιβλίο· эта работа сделана мной αὐτή τή δουλειά τήν Εκανα ἐγώ· пойдем со мной πᾶμε μαζί· вы говорите обо мне? γιά μένα μιλάτε;· отпустите меня ἀφήστε με· я, нижеподписавшийся, свидетельствую, что... (ἐγώ) ὁ ὑποφαινόμενος (или ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος) πιστοποιώ δτι...·
    2. с нескл. τό ἐγώ:
    он \я мое второе я εἶναι τό ἄλλο μου ἐγώ· я не я буду... νά μή μέ λένε...· я тебя (его, их, вас) (при выражении угрозы) θά σοῦ (τοῦ...) δείξω· по мне... κατ' ἐμέ, κατά τή γνώμη μου.

    Русско-новогреческий словарь > я

  • 9 добро

    ουδ.
    1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•

    добро и зло το καλό και το κακό.

    2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•

    из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•

    нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.

    3. καλή, αγαθή πράξη•

    делать много -а κάνω πολλά καλά.

    4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•

    сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.

    5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•

    такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.

    εκφρ.
    поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•
    это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.
    επίρ.
    καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•
    εκφρ.
    добро пожаловать – καλώς ήρθατε.
    ουδ.
    παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д».

    Большой русско-греческий словарь > добро

  • 10 же

    же 1
    κ. ж σύνδ. αντιθ.
    1. όμως, αλλά, μα, μα και•

    врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•

    если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•

    что же я сделал μα τι έκανα;

    2. δα•

    почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.

    же 2
    ж μόριο
    1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•

    когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•

    говорите же μιλάτε λοιπόν•

    когда -? πότε λοιπόν;•

    я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.

    2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•

    тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•

    эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•

    здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•

    сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•

    в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•

    есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•

    такой же πανομοιότα-τος.

    Большой русско-греческий словарь > же

  • 11 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 12 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 13 я

    меня, мне, меня, мною, κ. мной, обо мне προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου• εγώ•

    я и мой брат εγώ και ο αδερφός μου•

    отпустите меня домой αφήστε με να πάω σπίτι μου•

    вчера меня не было дома χτες εγώ δεν ήμουν στο σπίτι•

    она меня любит αυτή με αγαπάει•

    я пишу εγώ γράφω•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος (μόνος μου) το έφτιαξα•

    не забываете меня μη με ξεχνάτε•

    вспомните меня θυμηθήτε με•

    эта работа сделана мной (мною) αυτή η δουλειά έγινε από μένα (την έκανα εγώ)•

    всё я да я όλο εγώ κι εγώ•

    бедный я! ο δύστυχος εγώ!

    ουσ. ουδ. άκλ. (φιλοσ.) το εγώ•

    всё моё я όλο το εγώ μου•

    наше я το εγώ μας.

    εκφρ.
    я тебя (его, вас, их) – θα σου (του, σας, τους) δείξω εγώ (σαν απειλή)•
    по мне – κατ εμέ, κατά τη γνώμη μου•
    я не я – τίποτε δεν ξέρω, δεν έχω καμιά σχέση με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > я

См. также в других словарях:

  • САМ — САМ, а, о, мест. для усиленья личных местоимений и отношений лиц, для придания особой важности личной деятельности: не иной кто. Я говорил, приказывал ему, не только не выражает особенной настоятельности, но допускает лаже передачу приказаний… …   Толковый словарь Даля

  • САМ — САМ, самого; жен. сама, самой, вин. самоё и саму; ср. само, самого; мн. сами, самих, определит. 1. Обозначает, что кто н. лично производит действие или испытывает его. Он с. это сделал. Скажите это ему самому. 2. Своими силами, без помощи или… …   Толковый словарь Ожегова

  • Сам и… — Студийный альбом Guf …   Википедия

  • САМ-13 — Тип экспериментальный истребитель Разработчик ОКБ 31 Главный конструктор Москалев, Александр Сергеевич Первый полёт весна …   Википедия

  • САМ — САМ, сама, само, род. самого, самой, самого, вин. жен. самоё (саму и самою обл.), мн. сами, самих, мест. определительное (см. §70). 1. Указывает, что лицо или предмет своим собственным существом, лично, непосредственно выступает как источник или… …   Толковый словарь Ушакова

  • сам — САМ, сама, само, род. самого, самой, самого, вин. жен. самоё (саму и самою обл.), мн. сами, самих, мест. определительное (см. §70). 1. Указывает, что лицо или предмет своим собственным существом, лично, непосредственно выступает как источник или… …   Толковый словарь Ушакова

  • САМ — САМ, сама, само, род. самого, самой, самого, вин. жен. самоё (саму и самою обл.), мн. сами, самих, мест. определительное (см. §70). 1. Указывает, что лицо или предмет своим собственным существом, лично, непосредственно выступает как источник или… …   Толковый словарь Ушакова

  • сам — САМ, сама, само, род. самого, самой, самого, вин. жен. самоё (саму и самою обл.), мн. сами, самих, мест. определительное (см. §70). 1. Указывает, что лицо или предмет своим собственным существом, лично, непосредственно выступает как источник или… …   Толковый словарь Ушакова

  • сам — 1. САМ, самого; м.; САМА, самой, вин. самоё и саму; ж.; САМО, самого; ср.; мн.: сами, самих. I. местоим. сущ. 1. Указывает на лицо или предмет, которые лично, непосредственно производят действие или испытывают какое л. состояние. Скажите об этом… …   Энциклопедический словарь

  • сам-четвёрт —  САМ ЧЕТВЁРТ    , неизм. Четыре карты одной масти.    ◘ При трёх тузах, при даме сам четвёрт // Козырной в вист ходил без опасенья. Н.А.Некрасов. Чиновник, 1844.    ◘ Туз, король сам четвёрт пик, король, дама с десяткой бубён это пять с, да туз… …   Карточная терминология и жаргон XIX века

  • Сам себе режиссёр — (ССР) Жанр Развлекательная программа Производство Студия 2В Ведущий(е) Алексей Лысенков (1992 настоящее время) Страна производства …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»