-
21 подходить
подход||и́тьнесов1. (приближаться) πλησιάζω, προσέρχομαι, ἐρχομαι:\подходить κ окну́ πλησιάζω στό παράθυρο·2. (наступать \подходить о времени и т. ἡ.) ἐρχομαι, πλησιάζω:подходит время πλησιάζει ὁ καιρός·3. перен (относиться) πλησιάζω, ἀπευθύνομαι, ἀντιμετωπίζω, ἐξετάζω:\подходить критически к чему́-л. ἐξετάζω κριτικά· уметь \подходить к людям ξαίρω πῶς νά πλησιάζω τους ἀνθρώπους·4. (годиться, соответствовать) κάνω (άμετ.), ταιριάζω:этот ключ не подходит к замку́ τό κλειδί αὐτό δέν ταιριάζει στήν κλειδαριά· это ему́ не подходит αὐτό δέν τοῦ κάνει, δέν τοῦ ταιριάζει· ◊ \подходить к концу́ κοντεύω νά τελειώσω. -
22 раз
раз Iм1. ἡ φορά:всякий \раз κάθε φορά· не \раз πολλες φορές· несколько \раз μερικές φορές· в другой \раз ἀλλη φορά· \раз навсегда μιά γιά πάντα, μιά καί καλή, ἄπαξ διά παντός· еще \раз ἄλλη μιά φορά· на этот \раз αὐτή τή φορά· иио́й \раз καμιά φορά, ἐνίοτε· всякий \раз, когда... κάθε φορά πού..., ὁσάκις· оди́н \раз, как-то \раз κάποια φορά· ни \разу οὔτε μιά φορά· с первого \раза а) ἀπ' τήν πρώτη φόρἀ, ἀπ· τήν πρώτη στιγμή, б) μονομιδς (сразу)· \раз в год μιά φορά τό χρόνο, ἄπαξ τοῦ ἔτους· \раз так, а \раз так, \раз на \раз не приходится πότε ἐτσι καί πότε ἀλλοιώς, ἀλλοτε... ἀλλοτε...·2. (при счете) ἕνας, μία, ἕνα- ◊ как \раз ἀκριβῶς· в самый \раз разг а) (впору) πάνω στήν ὠρα· б) (вовремя) ἔγκαιρα, ἐγκαίρως· вот тебе (и) \раз! разг νάτα μας!раз IIнареч (однажды) κάποτε, μιά[ν] φορά[ν].раз IIIсоюз (если) ἀφοῦ, μιά καί...:\раз он идет в театр, я тоже пойду́ μιά καί πάει αὐτός στό θέατρο θά πάω κι ἐγώ· \раз так, то... μιά κι· εἶναι ἔτσι, τότε...· \раз дело обстоит так, то нечего и говорить μιά καί εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε δέν γίνεται συζήτηση. -
23 цеиа
цеи||аж прям., перен ἡ τιμή, ἡ ἀξία:оптовая (розничная) \цеиа ἡ χοντρική (ή λιανική) τιμή· продажная \цеиа ἡ τιμή πωλήσεως· закупочные \цеиаы οἱ ἀγοραστικές τιμές· рыночная \цеиа ἡ τιμή τής ἀγορδς· покупа́ть по твердым цеиам ἀγοράζω σύμφωνα μέ καθορισμένη (или σταθερή) τιμή· бросовая \цеиа ἡ ἐξευτελιστική τιμή· соотношение цеи οἱ συγκριτικές τιμές· колебание цен ἡ αὐξομείωση τών τιμών повышение цен ἡ ὕψωση τῶν τιμών снижение цен ἡ μείωση τών τιμών падать в \цеиае́ φτηναίνω, πέφτει ἡ τιμή μου· повышаться в \цеиае ἀκριβαίνω, Ανεβαίνει ἡ τιμή μου· набивать \цеиау разг ἀνεβάζω τήν τιμή· взвинчивать цены (παραφουσκώνω τίς τιμές· по сходной \цеиае́ σέ συ-γκαταβατική τιμή· любой \цеиаой μέ ὁποιοδήποτε μέσον, πάση θυσία· \цеиао́й жизни μέ τή ζωή (μου)· этот товар в \цеиае τό ἐμπόρευμα στοιχίζει ἀκριβά· этому \цеиаы нет εἶναι ἀνεκτίμητο· этому грош \цеиа δέν ἀξίζει πεντάρα· ◊ набивать себе -
24 эта
этаж. р. от этот 1. -
25 эти
этиим., вин. п. мн. ч. от этот 1, эта, это. -
26 этими
этимитвор. п. мн. ч. от этот, эта, это. -
27 этих
этихрод., вин., предл. п. мн. ч. от этот, эта, это II. -
28 это
это Iчастица разг:что \это с тобой? τί ἐπαθες;· как \это можно? πῶς εἶναι δυνατό (αυτό);это IIс. р. от этот. -
29 являться
явля||тьсянесов1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):\являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·3. (оказываться, становиться) είμαι:\являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:\являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον. -
30 больше
1. συγκρ. β. του επ. большой, великий κ. του επιρ. многоπερισσότερος, μεγαλύτερος•этот велик, а тот еще больше αυτός είναι μεγάλος, αλλά εκείνος ακόμα πιο μεγάλος•
больше внимание детям περισσότερη προσοχή στα παιδιά.
2. παραπέρα, στο εξής, άλλο, πια•не пью водки άλλο (πια) δεν πίνω βότκα•
не плачь больше μην κλαις άλλο•
больше не буду άλλη φορά δε θα το ξανακάνω•
больше чем когда бы то ни было περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
εκφρ.не больше (и) не меньше как... – βλ. εκφρ. στη λ. более• больше того; больше чем βλ. στη λ. более. -
31 взойти
-иду, -идешь, παρλθ. χρ. взошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. взошедший, επίρ. μτχ. взойдя ρ.σ.1. ανεβαίνω, ανέρχομαι•взойти на гору ανεβαίνω στο βουνό.
2. βγαίνω, προβάλλω, εμφανίζομαι•солнце взошло ο ήλιος ανέτειλε.
3. φουσκώνω•без дрожжей тесто не -ет χωρίς μαγιά το ζυμάρι δε φουσκώνει.
4. αναφύομαι, φυτρώνω, βγάζω φύτρα•семена взошли οι σπόροι φύτρωσαν.
5. (παλ. κ. απλ.) εισέρχομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω•взойти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο.
|| χωρώ•не могу больше есть, не взойдет δεν μπορώ να φάω άλλο, δεν περνάει, δεν κατεβαίνει, δε χωράει άλλο.
6. μπαίνω, χωρώ (για ενδύματα, υποδήματα)•этот сапог не -ет мне на ногу αυτή η μπότα δε θα χωρέσει στο πόδι μου.
-
32 вместить
вмещу, вместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмещенный, βρ: -щен, -щена, -щено ρ.σ.μ.χωρώ, περιλαβαίνω, περιλαμβάνω•этот шкаф -ит все мой книги αυτή η βιβλιοθήκη θα χωρέσει όλα τα βιβλία μου•
зал не -ил всех пришедших η αίθουσα δε χώρεσε όλους όσοι ήρθαν.
περιλαμβάνομαι, χωρώ. -
33 всплыть
-ыву, -ывёшь, παρλθ. χρ. всплыл, -а, -лоρ.σ.αναδύω, -ομαι, βγαίνω στην επιφάνεια, επιφαίνομαι. || μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω•этот вопрос всплыл только сегодня αυτό το ζήτημα πρόβαλε μόνο σήμερα.
-
34 всыпать
-плю, -плешь, προστκ. всыпь ρ.σ.1. (για λεπτά τεμάχια, κόκκους) χύνω, ρίχνω μέσα, αδειάζω, εγχύνω, εγχέω•всыпать овёс в мешок ρίχνω τη βρώμη στο σακκί.
2. (απλ.) με δοτ. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ, τις ρίχνω, τις βρέχω•ему здорово -ли του τις ρίξανε γερά.
εκφρ.всыпать горячих – (απλ.) βλ. 2 σημ.χωρώ•в этот мешочек кило сахару не всыплется ο αυτό το σακκουλάκι ένα κιλό ζάχαρη δε χωρά.
-
35 доказательство
-а ουδ.1. απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, μαρτυρία, τεκμήριο, σημάδι• δείγμα ένδειξη•для -а приведу ряд документов για απόδειξη θα σας προσκομίσω μια σειρά από έγγραφα•
вещественные, -а τα πειστήρια•
я считаю достаточным -ом θεωρώ οτι είναι αρκετό για απόδειξη•
этот поступок служить -ом его честности αυτή η πράξη είναι μαρτυρία της τιμιότητας του•
в доказательство уважения, дружбы σε ένδειξη σεβασμού και φιλίας•
неопровержимые -а αδιάψευστα τεκμήρια•
представление -ств παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων.
2. (μαθ.) απόδειξη•теорема имеет несколько -ств το θεώρημα έχει κάμποσες αποδείξεις.
-
36 дольше
συγκρ. β. του επ. долгий κ. του επίρ. долго μακρύτερος, πιο μακρύς• περισσότερος, πλέον περισσότερο χρόνο, πιο ; μακριά, μακρύτερα•этот путь дольше того αυτός ο δρόμος είναι μακρύτερος από εκείνον•
я вас в этом доме живу α' αυτό το σπίτι εγώ ζω περισσότερο καιρό από σας.
-
37 думать
ρ.δ.1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•
ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•
тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•
и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.
2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•
не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•
что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;
|| εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.
4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•-ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•
он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.
εκφρ.и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•не думано – απρόοπτα•я -ю! – και βέβαια! εννοείται!μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•
всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.
-
38 же
же 1κ. ж σύνδ. αντιθ.1. όμως, αλλά, μα, μα και•врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•
если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•
что же я сделал μα τι έκανα;
2. δα•почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.
же 2ж μόριο1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•
говорите же μιλάτε λοιπόν•
когда -? πότε λοιπόν;•
я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.
2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•
эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•
здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•
сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•
в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•
есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•
такой же πανομοιότα-τος.
-
39 забить
-бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. μπήγω, καρφώνω•забить сваю μπήγω πάσσαλο•
забить гвозды χτυπώ καρφιά•
забить клин βάζω σφήνα.
(αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•
забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).
2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•
забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•
забить проход εμφράζω τη δίοδο.
|| μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.
3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.
|| ξεπερνώ, υπερτερώ•этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.
6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).7. αρχίζω να χτυπώ•-ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•
забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.
|| αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.εκφρ.забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.
2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)3. μπουκώνω, βουλώνω•труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.
|| αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
|| χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.
-
40 загляденье
-я ουδ.χαρά ματιών, χάρμα οφθαλμών, τζόγια, τρέλλα•этот ребенок загляденье одно αυτό το παιδάκι είναι να το βλέπεις και να χαίρεσαι•
на загляденье να κοιτάζεις και να χαίρεσαι.
См. также в других словарях:
этот же — этот же … Русский орфографический словарь
ЭТОТ — ЭТОТ, эта, это, род. этого (во), этой, этого (во) (см. §69), мест. указательное. 1. Указывает на что нибудь более близкое пространстве или времени, находящееся в непосредственной близости, прямо перед глазами или в данную минуту; ант. тот. В… … Толковый словарь Ушакова
ЭТОТ — ЭТОТ, эта, это мест., указ. этый, пск., вор. вот который, сей, вот он. Этот кус поперек горла. Эта коза по горам пошла, девка. Это дело не вкруг пальца обвертеть. Этот сюда, а тот туда. Этого барина в харчевне потчивать. Вот этого еще… … Толковый словарь Даля
этот — Сей. ... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. этот сей, текущий; данный, оный, нынешний, таковой, настоящий Словарь русских синонимов … Словарь синонимов
ЭТОТ — ЭТОТ, эта, это. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 … Толковый словарь Ожегова
этот — этот, это, этого, твор. п. этим, эта, этой, мн. ч. эти, этих … Русский орфографический словарь
этот — э̀та ж., э̀то ср. р. (примеры с ХVI в. см. у Унбегауна, ZfslPh 23, 322 и сл.), блр. гэ̀ты этот , гэ̀та это . Из дейктического э (см.) и *tъ; ср. тот; см., далее, э̀во, э̀нтот, э̀стот. Табуистическими мотивами следует объяснять диал. э̀тот в знач … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
этот — < > другой этот связанный с непосредственно ранее определенным. это (# хорошая мысль). то. се. сие (# нам неизвестно). данный. он. она. оно. вот (# и хорошо) … Идеографический словарь русского языка
этот — этого, м.; ЭТА, этой, ж.; ЭТО, этого, ср.; эти, этих; мн. I. местоим. прил. 1. Указывает на что л. близкое в пространстве по сравнению с другим, более отдалённым. Деревня по эту сторону реки. Тот или э. дом? 2. Указывает на какой л. предмет, лицо … Энциклопедический словарь
этот — 1. = э/та, э/то; местоим. прил.; э/того, м. 1) Указывает на что л. близкое в пространстве по сравнению с другим, более отдалённым. Деревня по эту сторону реки. Тот или э/тот дом? 2) Указывает на какой л. предмет, лицо, выделяемые из ряда других… … Словарь многих выражений
Этот великолепный мир — «Этот великолепный мир» … Википедия