Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

этих)

  • 1 этих

    этих
    род., вин., предл. п. мн. ч. от этот, эта, это II.

    Русско-новогреческий словарь > этих

  • 2 печать

    1. (средство массовой информации) о τύπος
    выйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαι
    находиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοση
    поступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)
    2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωση
    глубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία
    3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать

  • 3 жар

    жар
    м
    1. (жара, зной) ἡ θερμότη-τα [-ης], ἡ ζέστη, ἡ κάψα:
    \жар спал ἐπεσε ἡ ζέστη·
    2. (повышенная температура) ἡ θέρμη, ὁ πυρετός; больной в \жару́ ὁ ἀσθενής ἔχει πυρετό· его́ бросило в \жар от этих слов перен ἄναψε ὁλόκληρος μόλις ἀκουσε αὐτές τίς κουβέντες·
    3. перен (рвение, пыл) ὁ ζήλος, ἡ ζέση [-ις], ἡ θέρμη:
    с \жаром μέ ζήλο, μέ θέρμη· взяться за что-л. с \жаром ἀρχίζω μιά δουλειά μέ ζήλο·
    4. (горячие угли) разг ἡ ἀνθρακιά, ἡ χόβολη· ◊ поддать \жару разг (возбудить энергию) ξεσηκώνω· задать кому́-л. \жару (дать нагоняй) βάζω κατσάδα· как \жар горит λαμπει σάν φωτιά· чужими руками \жар загребать погов. βάζω τόν τρελλό νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα.

    Русско-новогреческий словарь > жар

  • 4 довольно

    επίρ.
    1. ικανοποιητικά, με ικανοποίηση•

    довольно улыбаться χαμογελώ με ικανοποίηση.

    2. (ως κατηγ.) είναι αρκετό•

    с тебя этого и довольно για σένα αυτό είναι αρκετό.

    3. αρκετά, επαρκώς•

    довольно поздно αρκετά αργά•

    довольно красивая αρκετά όμορφη•

    довольно хорошо αρκετά καλά•

    -молод αρκετά νέος•

    прошло уже довольно времени πέρασε πιά αρκετός καιρός.

    4. φτάνει, αρκετά, αρκεί, σταμάτα•

    довольно бездельничать! φτάνει να τεμπελιάζεις! -! φτάνει! αρκετά!•

    довольно ли с вас этих денег αυτά τα χρήματα σας φτάνουν; σας αρκούν;•

    тушь за глаза довольно έχει αρκετή θαμπο-μάρα ή τυφλαμάρα•

    довольно об этом φτάνει γι' αυτό να μιλάμε σταμάτα την κουβέντα.

    Большой русско-греческий словарь > довольно

  • 5 жар

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, на -у а.
    1. ζέστα, ζεστασιά, θάλπος. || καύσωνας, καύμα, κάψα, λιοπύρι•

    жар спал ο καύσωνας έπεσε, μειώθηκε.

    || αναμμένα κάρβουνα, ανθρακιά, θράκα.
    2. πυρετός, θέρμη, κάψα. || έξαψη, άναμμα•

    его бросило в жар от этих слов αυτά τα λόγια τον φούρκισαν (τον κόρωσαν).

    3. ένθερμος ζήλος• πάθος•

    говорить с -ом μιλώ με πάθος.

    4. μτφ. φούρια, άναμμα, κορύφωμα έξαψης.
    εκφρ.
    с -омεπίρ. ένθερμα•
    чужими руками жар загребатьπαρμ. με ξένα κόλλυβα μακαρίζει τους γονιούς του ή το ξένο βίος ο καλόγηρος για την ψυχή του δίνει.

    Большой русско-греческий словарь > жар

  • 6 который

    αντων.
    1. ερωτημ. ποιος;•

    который из этих двух? ποιος απ αυτούς τους δυό;

    2. ερωτημ. τι; πόσος;•

    который час? τι ώρα είναι;•

    -ему год? πόσα χρόνια ει

    αυτός;
    3. αόρ. κάποιος.
    4. αόρ. (με τα ουσ: раз, день, год κ.τ.τ.) όχι μια φορά, μέρα, χρόνο• συχνά•

    -раз я тебе это говори! πόσες φορές σου το έχω πει.

    5. αναφ. οποίος, ποιος, τι•

    с которых από πότε, από ποιόν (τι) καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > который

  • 7 отчётность

    θ.
    1. απολογισμός• λογοδοσία•

    строгая отчётность αυστηρή λογοδοσία•

    финансовая отчётность οικονομικός απολογισμός.

    2. τα απολογιστικά έγγραφα•

    в этих двух папках вся -σ αυτούς τους δυό χαρτοφύλακες είναι όλα τα απολογιστικά έγγραφα.

    Большой русско-греческий словарь > отчётность

  • 8 пора

    βλ. поры.
    -ы, αιτ. пору θ.
    1. καιρός•

    с той -ы από εκείνο τον καιρό•

    минувшая пора το σύντομο παρελθόν•

    пора лгобви ηλικία της αγάπης•

    в зим-ную -у τον χειμώνα, χειμώνα-καιρό, χειμωνιάτικα•

    пришла пора ήρθε ο καιρός•

    ночною -ой τη νύχτα, νυχτιάτικα, νύκτωρ•

    в дневную -у (κατά) την ημέρα.

    || εποχή•

    осенняя пора ο φθινοπωρινός καιρός, η φθινοπωρινή εποχή•

    пора сева εποχή της σποράς•

    пора жатвы εποχή του θέρου.

    2. ως κατηγ. είναι καιρός (ώρα)•

    пора домой είναι ώρα για το σπίτι (να φύγω)-спать είναι ώρα για ύπνο.

    εκφρ.
    в (самую) -у – ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα•
    в ту -у – εκείνο τον καιρό, τότε•
    в эту -у – αυτόν τον καιρό, τώρα•
    в (самой)поре – στον καιρό (του), στην ακμή (του)•
    до каких ή до которых пор – ως πότε•
    до сих пор ή до сих юр – ως τώρα, ως αυτήν την ώρα• ως εδώ, ως αυτό το μέρος•
    до тех пор – οσότου, ώσπου•
    на первых -ах – αρχικά, στην αρχή•
    на ту -у – εκείνο τον καιρό•
    о сю -уπαλ. ως τώρα•
    об эту -у – (απλ.) αυτόν τον καιρό ή την ώρα•
    с давних пор – απ τον παλαιό καιρό•
    с той -ы ή с тех пор – από εκείνο τον καιρό, από τότε•
    пора с этих пор – από τώρα, απ αυτή τη στιγμή•
    с некоторых пор – από κάποιον καιρό, από κάποτε, ποιος ξέρει από πότε.

    Большой русско-греческий словарь > пора

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»