Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

чем-л

  • 41 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 42 лучше

    συγκρ. β. του επ. хороший και του επίρ. хорошо• καλύτερος• καλύτερα•

    жизнь стало лучше η ζωή καλυτέρευσε•

    старый друг двух новых ο παλαιός φίλος είναι, καλύτερος από δυο καινούριους•

    мне лучше είμαι (αισθάνομαι) καλύτερα•

    лучше смерть, чем рабство καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά•

    лучше не спрашивай καλύτερα μη ρωτάς•

    лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά,παρά ποτέ.

    εκφρ.
    как можно лучше – όσο το δυνατόν καλύτερα•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    лучше сказать – για να πω (εκφραστώ) καλύτερα•
    тем лучше – ακόμα καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > лучше

  • 43 надсматривать

    ρ.δ. (за кем-чем ή над кем-чем)
    επιβλέπω, επιτηρώ, εποπτεύω.

    Большой русско-греческий словарь > надсматривать

  • 44 нечего

    нечему, нечем, не о чем
    αντων. αρνητ. τίποτε, ουδέν•

    нечего читать δεν έχω• τίποτε για διάβασμα•

    нечего сказать δεν έχω τίποτε να πω•

    тебе нечего бояться δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς•

    нечем резать δεν έχω με τι να κόψω•

    нечему удивляться τίποτε το εκπληκτικό•

    тут нечему смеяться εδώ δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο•

    не о чем жалеть άδικα λυπάσαι•

    -делать δεν μπορώ να κάνω τίποτε.

    ως κατηγ. δεν πρέπει, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει δε χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη•

    об этом и думать -γι αυτό ούτε καν να σκέφτεσαι•

    нечего вам в это дело мешаться δεν έχετε καμιά δουλειά να ανακατεύεστε σ αυτή την υπόθεση•

    вам нечего помогать δε χρειάζεται η βοήθεια σας•

    его жалеть δεν αξίζει να τον λυπάσαι ή αυτός δε θέλει λύπηση.

    Большой русско-греческий словарь > нечего

  • 45 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 46 скорее

    1. συγκρ. β. του επ. скорый και του επίρ. скоро ταχύτερος• ταχύτερα• γρηγορότερος, γρηγορότερα.
    2. μάλλον, περισσότερο-πιθανότερο•

    он скорее напоминал мать, чем отца αυτός περισσότερο θύμιζε (έμοιαζε) τη μάνα, παρά τον πατέρα.

    || καλύτερο, -α, προτιμότερο, -α, κάλλιο•

    скорее умрём, чем сдадимся είναι προτιμότερο να πεθάνομε, παρά να παραδοθούμε.

    εκφρ.
    скорее всего – πιθανότατα, το πιο πιθανό• μάλλον.

    Большой русско-греческий словарь > скорее

  • 47 шутить

    шучу, шутишь
    ρ.δ.
    1. αστειεύομαι, αστείζομαι, χωρατεύω, καλαμπουρίζω•

    он любить шутить αυτός αγαπά να κάνει αστεία•

    шутить с детьми κάνω αστεία με τα παιδιά•

    вы -ите или это серьёзно? αστεία μιλάτε ή σοβαρά;•

    не верь ему, он всё -ит μη τον πιστεύεις, αυτός πάντοτε αστειεύεται.

    2. κοροίδεύω, εμπαίζω, περιγελώ• χλευάζω.
    3. παραμελώ• αδιαφορώ•περιφρονώ• το παίρνω στ αστεία.
    εκφρ.
    шутить с огнём – κάνω αστεία (παίζω) με τη φωτιά (που έχει επικίνδυνες συνέπειες)•
    чем чёрт не -ит! – ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι και να γίνει, ο διάβολος να σκάσει•
    чем чёрт не -ит, я выиграю – ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα κερδίσω•
    шутить над кем – κοροϊδεύω (χλευάζω) κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > шутить

  • 48 акцент

    1. лингв. о τόνος, ο τονισμός
    делать - (на чем-л.) τονίζω (κάτι)
    2. (особый характер произношения) η προφορά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акцент

  • 49 бронирование

    I.
    (покрытие бронёй) η θωράκωση
    II.
    (закрепление кого-, чего-л. за кем-, чем-л.) το κλείσιμο, η εξασφάλιση
    -ть κλείνω, εξασφαλίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бронирование

  • 50 броня

    1. (защитная обшивка) о θώραξ, ο θώρακας, η θωράκιση 2. (закрепление кого-, что-л. за кем-, чем-л.) η εξασφάλιση Закрепление) тех. η (προ)εξασφάλιση 4. (кабельная) о προστατευτικός οπλισμός καλωδίου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > броня

  • 51 вопрос

    1. (обращение к кому-л., требующее ответа) η ερώτηση, το ερώτημα
    косвенный - грам. έμμεση -
    2. (положе-ние, требующее разрешения, проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα
    рассмотрение - а η συζήτηση/εξέταση του θέματος/ζητήματος
    решать - λύνω το ζήτημα/πρόβλημα
    неразрешённый - το άλυτο ζήτημα/πρόβλημα
    3. (дело, касающееся, зависящее либо определяемое чем-л) η υπόθεση, το ζήτημα, το θέμα
    -
    представляющий взаимный интерес - με αμοιβαία ενδιαφέροντα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вопрос

  • 52 вписывать

    1. мат. εγγράφω 2. (встав-лять дополнительно, делать записи в чем-л.) καταχωρίζω, καταχωρώ, εγγράφω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вписывать

  • 53 делить

    1. мат. διαιρώ 2. (классифицировать, группировать) ταξινομώ Зашкалу, циферблат) διαβαθμίζω (την κλίμακα) 4. (разделять, совместно пользоваться чем-л.) (δια)μοιράζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > делить

  • 54 делиться

    1. мат. διαιρούμαι 2. (на классы, группы, категории) (δια)χωρίζομαι, ταξινομούμαι 3. (яд.физ.) (обладать свойством деления) διασπούμαι 4. (взаимно обмениваться чем- л.) (δια)μοιράζομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > делиться

  • 55 дополнение

    1. (пополнение) το συμπλήρωμα, η συμπλήρωση 2. мат. το συμπλήρωμα, το παραπλήρωμα 3. (το, чем дополнено, прибавление) το παράρτημα, η προσθήκη 4. грам. το αντικείμενο, косвенное - έμμεσο -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дополнение

  • 56 допущение

    1. (предположение, гипотеза) η υπόθεση, η παραδοχή 2. (разрешение на право участия в чем-л.) η άδεια, το δικαίωμα (της συμμετοχής)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допущение

  • 57 зависимый

    1. (связанный в своих действиях) εξαρτημένος, συναρτημένος 2. (обу-словленный чем-л.) σχετικός 3. (состав) грам. см. состав (в 5 знач.) сказуемого.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зависимый

  • 58 загораживать

    1. (обносить оградой) περιτοιχίζω, περιτειχίζω 2. (закрывать) φράζω, κλείνω 3. (заставлять чем-л) καλύπτω 4. (создавать преграду) φράζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загораживать

  • 59 запоздать

    1. см. запаздывать 2. (сделать что-л позже, чем надо) αργώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запоздать

  • 60 обрастать

    1. (о днище судна) ρυπαίνομαι 2. (покрываться чем-л.) σκεπάζομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрастать

См. также в других словарях:

  • чем — союз. 1. Присоединяет оборот или придат. предл. со значением сравнения, сопоставления кого , чего л. с тем, о чём говорится в главном. Разговаривать громче, чем обычно. На юге звёзды ярче, чем на севере. Горы были выше, чем кто то предполагал. 2 …   Энциклопедический словарь

  • ЧЕМ — ЧЕМ, союз. 1. При наличии сравн. (в главном предложении) присоединяет придаточное предложение, заключающее в себе сопоставление с главным. Лучше поздно, ч. никогда. 2. То же, что вместо того чтобы. Ч. торопиться, выйдем лучше пораньше. • Чем бы,… …   Толковый словарь Ожегова

  • чем —   Чем свет очень рано.     Вышел я чем свет. Некрасов.     Чем свет по полю все разъехались. А. Кольцов.   За чем дело стало? требуется в настоящее время участие кого н.; задержка в работе вызывается отсутствием чего н.     Мы свое дело сделали,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ЧЕМ — твор., мест. что; вместо того, чтобы. Чем свинью стричь, не лучше ли опалить? Чем золотое время терять, так спеть да сыграть! | Почему не. Чем он не красавчик! Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • Чем — Характеристика Длина 96 км Площадь бассейна 850 км² Бассейн Карское море Водоток Устье Бердь  · Местоположение 105 км по правому берегу …   Википедия

  • чем — чем, кое в чем, кое о чем и т. п …   Орфографический словарь-справочник

  • Чем бы — ЧЕМ, союз. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • чем — нежели Словарь русских синонимов. чем предл, кол во синонимов: 1 • нежели (1) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • ЧЕМ — ЧЁМ. предл. от что1. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • чем — ЧЁМ. предл. от что1. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • Чем — союз 1. Употребляется при присоединении члена предложения или целого предложения, с которым что либо сравнивается (располагаясь после слов в форме сравнительной степени или слов со значением сопоставления). 2. разг. Употребляется при… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»