-
1 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло