Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

цвет

  • 41 защитный

    επ.
    προστατευτικός, προφυλακτικός•

    -ые лесные полосы προστατευτικές δασικές ζώνες.

    εκφρ.
    защитный цвет – το χακί χρώμα•
    - ая окраска – (ζωολ.) ομοχρωμία.

    Большой русско-греческий словарь > защитный

  • 42 зелёный

    επ., βρ: зелен, -а, -о.
    1. πράσινος•

    зелёный цвет πράσινο χρώμα•

    -ая ткань πράσινο ύφασμα.

    2. χλωρός•

    зелёный корм χλωρή τροφή ζώων, χλωρό χορτάρι•

    -ые фасоли χλωρά φασόλια•

    -ые щи λαχανόσουπα από σπανάκια, ξυνήθρες ή τσουκνίδες•

    зелёный борщ λαχανόσουπα με φρέσκο κραμβολάχανο.

    3. άγουρος, άωρος, ανωρίμαστός, αγίνωτος, αγούρμαοτος.
    4. μτφ. νέος, άπειρος•

    зелёный юнец άπειρο παλικάρι,

    εκφρ.
    - ые насаждения – δεντροφυτείες•
    -ая тоска (ή скука) – πίκρα, θλίψη, οδύνη, φαρμάκι•
    зелёный стол – πράσινο τραπέζι (με πράσινη τσόχα για παιγνίδι)•
    - ая улица – α) ανοιχτός (ελεύθερος) δρόμος για μεταφορικά μέσα. β) μτφ. ανοιχτός δρόμος (χωρίς εμπόδια), γ) (προεπανσ.) είδος τιμωρίας (ο τιμωρούμενος περνούσε ανάμεσα από δυο σεψές στρατιωτών, που κρατούσαν χλωρές βέργες και χτυπούσαν τον τιμωρούμενο)•
    зелёный чай – πράσινο τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > зелёный

  • 43 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 44 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

  • 45 кофейный

    επ.
    καφεΐκός• του καφέ• από καφέ•

    -ая плантация φυτεία καφέ•

    -ая гуща τα κατακάθια του καφέ, ντελβές•

    кофейный цвет το καφέ χρώμα.

    || καφετής.
    ουσ. θ. -ая παλ. καφενείο.
    εκφρ.
    - ое дерево – η καφέα.

    Большой русско-греческий словарь > кофейный

  • 46 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 47 липовый

    επ.
    φιλύρινος, φλαμουρίσιος.
    εκφρ.
    липовый цвет – ξηραμένα άνθη φλαμουριάς (ως φάρμακο).
    επ. (απλ.)
    1. κίβδηλος, κάλπικος, πλαστός, ψεύτικος.
    2. καλούμενος, λεγόμενος, κατ όνομα, δήθεν•

    липовый писатель κατ όνομα συγγραφέας.

    Большой русско-греческий словарь > липовый

  • 48 маков

    -а, -о, επ. маков цвет (για πρόσωπο)• παπαρουνόχρωμος.

    Большой русско-греческий словарь > маков

  • 49 мертвенный

    επ., βρ: -венен, -венна, -вен-но.
    1. νεκρικός•

    мертвенный цвет νεκρικό χρώμα•

    мертвенный вид νεκρική όψη.

    2. μτφ. στερημένος ζωής, ζωντάνιας, κίνησης•

    -ая пустота νεκρική ερημιά•

    мертвенный покой νεκρική σιγή•

    -ая неподвижность νεκρική ακινησία, νέκρα.

    Большой русско-греческий словарь > мертвенный

  • 50 молочный

    επ.
    1. γαλακτοφόρος•

    молочный скот γαλακτοφόρα ζώα.

    || γαλακτερός, πολυγάλακτος.
    2. γαλακτοπαραγωγικός•

    -ая промышленность γαλακτοβιομηχανία.

    || του γάλατος•

    молочный магазин γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.

    3. μικρός, βυζανιάρικος, αξέκοπος•

    молочный ягнёнок αρνάκι του γάλακτος•

    молочный телёнок μοσχαράκι του γάλακτος.

    4. από γάλα•

    -ые продукты τα γαλακτερά.

    5. γαλακτόχρωμος, γαλακτώδης•

    молочный цвет γαλακτώδες (άσπρο) χρώμα.

    6. ουσ. θ. -ая γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.
    7. το γαλακτερό.
    εκφρ.
    молочный брат – ομογάλακτος αδερφός•
    - ая сестра – ομογάλακτη αδερφή•
    - ые железы – οι γαλακτογόνοι αδένες•
    - ые зубы – οι γαλαξίες, οι νεογιλοί;•
    - ая сп-лость – το γαλάτωμα (γαλατσίδιασμα) των σιτηρών•
    - ые реки и кисельные берега – (στα παραμύθια)• ζωή χαρισάμενη του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά.

    Большой русско-греческий словарь > молочный

  • 51 мускатный

    επ.
    του μοσχάτου από μοσχάτο.
    - орх μοσχοκάρυδο•

    мускатный цвет μοσχοκαρυδόχρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > мускатный

  • 52 натуральный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. φυσικός•

    натуральный цвет φυσικό χρώμα•

    в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•

    -ые богатства ο φυσικός πλούτος•

    -ая история φυσική ιστορία.

    2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•

    натуральный мд φυσικό μέλι•

    натуральный шлк φυσικό μετάξι.

    3. απροσποίητος•

    натуральный смех φυσικό γέλιο•

    натуральный голос φυσική φωνή.

    4. σε είδος, σε προϊόν•

    натуральный налог φόρος σε είδος•

    натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•

    -ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).

    εκφρ.
    натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή.

    Большой русско-греческий словарь > натуральный

  • 53 небесный

    επ.
    1. ουράνιος•

    небесный свод ουράνιος θόλος•

    -ая лазурь το γαλάζιο (ουράνιο) χρώμα•

    -ые тела ουράνια σώματα•

    -ая твердь το στερέωμα.

    2. μτφ. παλ. θείος, θεϊκός, εξαίσιος, ιδανικός.
    εκφρ.
    небесный цвет – ουρανί (γαλάζιο) χρώμα•
    царица -ая – η θεομήτωρ, Παναγία•
    царь ή отец небесный – ο ουράνιος πατέρας(θεός)•
    царство ему -ое – στη βασιλεία των ουρανών ή καλόν παράδεισο•
    небесный суд – θεία δίκη.

    Большой русско-греческий словарь > небесный

  • 54 неестественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о;
    1. αφύσικος, μη φυσιολογικός•

    -ая смерть ο μη φυσιολογικός θάνατος.

    2. προσποιητός, επιτηδευμένος•

    неестественный цвет лица το μη φυσικό χρώμα του προσώπου•

    неестественный смех, улыбка το προσποιητό γέλιο, χαμόγελο.

    3. αντικανονικός, ασυνήθης.
    4. εξαιρετικός, σπάν ιος•

    -ая величина εξαιρετικό μέγεθος.

    Большой русско-греческий словарь > неестественный

  • 55 неживой

    επ.
    1. νεκρός, πεθαμένος, άψυχος, άπνοος•

    младенец родился неживой το βρέφος γεννήθηκε νεκρό.

    2. άψυχος, η μη οργανική φύση• τα ορυκτά.
    3. άτονος, ξέψυχος, -ησμένος•

    неживой голос ξεψυχισμένη φωνή.

    4. μτφ. θαμπός, μουντός•

    неживой цвет ξεψυχισμένο (μη ζωηρό) χρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > неживой

  • 56 нечистый

    επ., βρ: -ист, -а, -о.
    1. ακάθαρτος, λερωμένος, βρώμικος•

    -ая посуда ακάθαρτα αγγεία.

    2. μη γνήσιος, νοθευμένος. || μουντός•

    нечистый цвет μουντό χρώμα.

    || μη καθαρόαιμος•

    собака -ой породы σκύλος από διασταύρωση (μπαστάρδικης ράτσας).

    3. μη καθαρός, μη σωστός, μη ακριβής (για ήχο, προφορά).
    5. ανήθικος• ύποπτος, επιλήψιμος.
    6. άτιμος, βρωμερός, βρώμιος•

    -ое дело βρώμικη υπόθεση ή βρωμοδουλειά.

    7. αμαρτωλός, ανόσιος, ανοσιουργός, ανίερος.
    8. πονηρός, κακός•

    нечистый дух ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).

    9. ουσ. το ακάθαρτο πνεύμα (δαίμονας).
    εκφρ.
    - ая силе – ο δαίμονας, ο διάβολος, ο τρισκατάρατος•
    на руку -ист – που έχει ροπή για κλέψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > нечистый

  • 57 окрасить

    -йшу, -асишь, παθ. μτχ! παρλθ. χρ. окрашенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάφω χρωματίζω, μπογιατίζω•

    окрасить ткань βάφω ύφασμα•

    окрасить дверь χρωματίζω την πόρτα•

    окрасить в жлтый цвет βάφω κίτρινο χρώμα.

    || για ηλιακές ακτίνες, φωτιά κ.τ.τ.) κοκκινίζω.
    2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερη έκφραση, διανθίζω.
    1. βάφομαι χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι.
    2. κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος.

    Большой русско-греческий словарь > окрасить

  • 58 оранжевый

    επ.
    πορτοκαλής•

    -ое плитье πορτοκαλί φόρεμα•

    оранжевый цвет πορτοκαλί χρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > оранжевый

  • 59 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

  • 60 различить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. различенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    διακρίνω, ξεχωρίζω•

    он -ил е в темноте αυτός τη διέκρινε στο σκοτάδι•

    различить цвет ξεχωρίζω το χρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > различить

См. также в других словарях:

  • ЦВЕТ — муж. цвета мн. род или вид краски, масть, колер. Любимый цвет мой голубой, а желтого ненавижу. Обои веселого цвета, светлые. Купчихи рядятся в яркие цвета, они скромных цветов не любят. Шелка разобраны по цветам. Лицо болезненное, зеленоватое,… …   Толковый словарь Даля

  • ЦВЕТ — ЦВЕТ, цвета, мн. цветы цвета, муж. 1. (цвета). Окраска. «Цвет ланит ее так темен.» Пушкин. «Перья крыльев отливают розовым цветом.» А.Тургенев. «Носили белые галстуки и табачного цвету длиннополые сюртуки.» А.Тургенев. Яркие цвета. Синий цвет.… …   Толковый словарь Ушакова

  • цвет — [окраска] сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? цвета, чему? цвету, (вижу) что? цвет, чем? цветом, о чём? о цвете; мн. что? цвета, (нет) чего? цветов, чему? цветам, (вижу) что? цвета, чем? цветами, о чём? о цветах 1. Цветом… …   Толковый словарь Дмитриева

  • цвет — 1. ЦВЕТ, а ( у), предлож. в цвете; мн. цвета; м. 1. Свойство тела вызывать зрительное ощущение в соответствии со спектральным составом отражаемого или испускаемого им видимого излучения; окраска. Белый, красный, синий ц. Светлые, тёмные цвета.… …   Энциклопедический словарь

  • цвет — Краска, окраска, колер, колорит, масть, шерсть. Ср. . См. качество, масть . видеть что л. в розовом цвете, переливаться цветами радуги См. лучший в цвете лет, зардеться как маков цвет, лишиться цвета, что маков цвет... Словарь русских синонимов и …   Словарь синонимов

  • цвет — ЦВЕТ, а, мн. а, ов, муж. Один из видов красочного радужного свечения от красного до фиолетового, а также их сочетаний или оттенков. Все цвета радуги. Тёмный, светлый ц. Яркий, блёклый ц. Красный ц. (цвет крови). Зелёный ц. (цвет травы). Чёрный ц …   Толковый словарь Ожегова

  • Цвет — Цвет. Сплошной спектр видимого оптического излучения. Сверху даны длины волн в нанометрах. ЦВЕТ, свойство света вызывать определенное зрительное ощущение в соответствии со спектральным составом отражаемого или испускаемого излучения. Свет разных… …   Иллюстрированный энциклопедический словарь

  • ЦВЕТ — ЦВЕТ, ощущение, воспринимаемое мозгом, когда свет определенной яркости и конкретной длины волны попадает на СЕТЧАТКУ ГЛАЗА. Обычный дневной свет (белый свет) состоит из спектра цветов, каждому из которых свойственна собственная длина волны.… …   Научно-технический энциклопедический словарь

  • ЦВЕТ 1 — ВЕТ 1, а, мн. а, ов, м. один из видов красочного радужного свечения Ч от красного до фиолетового, а также их сочетаний или оттенков. Все цвета радуги. Тёмный, светлый ц. Яркий, блёклый ц. Красный ц. (цвет крови). Зелёный ц. (цвет травы). Чёрный ц …   Толковый словарь Ожегова

  • цвет — ЦВЕТ, а ( у), предл. в цвете, м Свойство тела вызывать определенное зрительное ощущение в соответствии со спектральным составом отражаемого или испускаемого им светового излучения; окраска. Белый цвет – это цвет холодного снега, цвет высочайших… …   Толковый словарь русских существительных

  • ЦВЕТ — одно из св в материальных объектов, воспринимаемое как осознанное зрит. ощущение. Тот или иной Ц. «присваивается» человеком объекту в процессе зрит. восприятия этого объекта. В громадном большинстве случаев цветовое ощущение возникает в… …   Физическая энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»