Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

хіліць+на+сон

  • 41 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 42 кидать

    ρ.δ. μ.
    1. ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλλω, εξακοντίζω•

    кидать камнями πετροβολώ, λιθοβολώ•

    кидать невод ρίχνω το δίχτυ•

    кидать тень ρίχνω σκιά•

    кидать свет ρίχνω φως•

    кидать взгляд ρίχνω ματιά.

    || μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).
    2. απρόσ μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)• сон меня -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω•

    меня -ет то в жар, то в холод μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο•

    его -ет в дрожь τον πιάνει τρεμούλα.

    εκφρ.
    кидать грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατηγορώ, κατακρίνω).
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, εξακοντίζομαι.
    2. κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. || ορμώ•

    кидать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    собаки -лись на него τα σκυλιά ορμούσαν κατ' επάνω του.

    || αρέσκομαι•

    дети -ются на сласти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυκά.

    3. πηδώ•

    кидать в реку ρίχνομαι στο ποτάμι.

    4. στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.
    εκφρ.
    кидать в глазаβλ. бросаться в глазе• вино ή хмель -ется в голову μεθώ, μεπιώνει το κρασί•
    кровь -ется в голову – μον ανεβαίνει•
    то – αίμα. στο κεφάλι..

    Большой русско-греческий словарь > кидать

  • 43 кошмарный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. εφιαλτικός•

    кошмарный сон εφιαλτικό όνειρο.

    2. φριχτός, φρικιαστικός, αποτροπιαστικός•

    -ое зрелище φριχτό θέαμα.

    || απεχθής, απαίσιος•

    -ая погода απαίσιος καιρός.

    Большой русско-греческий словарь > кошмарный

  • 44 крепкий

    επ., βρ: -пок
    -πκό, -πκο.
    1. γερός, σκληρός•

    крепкий орех σκληρό καρύδι•

    -ое дерево σκληρό ξύλο•

    -ая ткань γερό ύφασμα•

    организм γερός οργανισμός.

    || στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.
    2. δυνατός, ισχυρός•

    крепкий ветер σφοδρός άνεμος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο.

    3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•

    крепкий кофе βαρύς καφές•

    крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•

    крепкий уксус δυνατό ξίδι•

    крепкий табак βαρύς καπνός•

    -ое вино δυνατό κρασί.

    εκφρ.
    - ая дисциплина – γερή πειθαρχία•
    - ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•
    -ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•
    - сон – βαθύς ύπνος•
    крепок на ухо – ο βαρόκοος.

    Большой русско-греческий словарь > крепкий

  • 45 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 46 летаргический

    επ.
    ληθαργικός•

    летаргический сон λήθαργος.

    Большой русско-греческий словарь > летаргический

  • 47 могильный

    επ.
    1. επιτάφιος•

    могильный крест επιτάφιος σταυρός•

    -ая шшта ταφόπετρα.

    || παλ. νεκρικός•

    могильный сон νεκρικός ύπνος•

    -ая тишина νεκρική σιγή.

    2. (για φωνή) αδύνατη, υποχθό-ν ια.

    Большой русско-греческий словарь > могильный

  • 48 нагнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. нагнал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнать нэт-нанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω, εξισώνομαι.
    2. (για χρόνο) εξοικονομώ, κερ-ζω, ανακτώ•

    шофр -ал пять минут ο σωφέρ αναπλήρωσε τα πέντε λεπτά που έχασε.

    3. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω•

    на базар -ли много скота στο ζωοπάζαρο έφεραν πολλά ζώα•

    ветер -ал тучи ο άνεμος μάζεψε σύννεφα.

    4. εμπνέω, εμβάλλω• προξενώ•

    нагнать страх εμπνέω φόβο, εμφοβώ•

    нагнать тоску προξενώ θλίψη•

    нагнать сон προκαλώ ύπνο.

    5. (χτυπώντας) βάζω, περνώ•

    обручи на бочку βάζω στεφάνια στο βαρέλι.

    6. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•

    нагнать бочку спирта βγάζω με απόσταξη ένα βαρέλι οινόπνευμα.

    εκφρ.
    нагнать цену – ανεβάζω (υψώνω) την τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > нагнать

  • 49 напасть

    -паду, -падёшь, παρλθ. χρ. напал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напавший
    ρ.σ.
    1. επιτίθεμαι, εφορμώ•

    напасть на неприятельскую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού.

    || πέφτω•

    на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα•

    волк -ил на стадо ο λύκος έπεσε στο κοπάδι.

    2. ρίχνομαι, επιδίδομαι (με ζήλο).
    3. επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).
    4. πέφτω, με πιάνει, κατέχομαι•

    на меня -ла лень μ' έπιασε η τεμπελιά•

    на него -ал сон τόν έπιασε ο ύπνος.

    5. επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω•

    напасть на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυσοφόρα φλέβα•

    напасть на заячий след πέφτω σε τορό λαγού.

    || μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. || συναντώ ανεπάντεχα, πέφτω επάνω.
    εκφρ.
    не на того (ту) -ал; не на робкого (робкую) -ал; не на дурака (дуру) -ал – δε σου περνά, δε βρήκες κορόιδο,,φοβιτσάρη, ουτό.
    ρ.σ. βλ. нападать.
    θ.
    δυστυχία, κακό, συμβάν.

    Большой русско-греческий словарь > напасть

  • 50 нарушить

    -щу, -шишь ρ.σ.μ.
    1. (δια)ταράσσω χαλνώ•

    нарушить покой (спокойствие) διαταράσσω την ησυχία•

    нарушить сон χαλνώ τον ύπνο•

    вы— стрел -ил ночную тишину ο πυροβολισμός διατάραξε τη νυχτερινή ησυχία.

    2. παραβιάζω•

    нарушить государственную границу παραβιάζω τα σύνορα του κράτους.

    || παραβαίνω, αθετώ καταπατώ•

    нарушить закон παραβαίνω το νόμο•

    нарушить договор, соглашение παραβαίνω τη συνθήκη, τη συμφωνία.

    || διασαλεύω•

    нарушить порядок διασαλεύω την τάξη.

    3. καταστρέφω.
    διαταράσσομαι. || παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > нарушить

  • 51 неглубокий

    επ., βρ: -бок, -бока, -боко
    1. αβαθής, ρηχός•

    -ая река αβαθής ποταμός•

    -ие корни αβαθείς ρίζες.

    2. επιφανειακός, επιπόλαιος•

    -ие знания επιπόλαιες γνώσεις.

    || ασήμαντος, αναξιόλογος. || επουσιώδης.
    3. ελαφρός•

    неглубокий сон ελαφρός ύπνος.

    Большой русско-греческий словарь > неглубокий

  • 52 недобрый

    επ., βρ: -обр, -обра, -обро, πλθ. -обры όχι, καλός, όχι αγαθός κακός, αχρείος, φαύλος• εχθρικός, κακόβουλος• αντιπαθητικός•

    -ое чувство κακόβουλο αίσθημα•

    -ые намерения κακές διαθέσεις•

    -ое предчувствие κακή προαίσθηση•

    недобрый час κακή ώρα•

    недобрый сон κακό όνειρο;

    ουσ. -ое ουδ. το κακό•

    -ое что-то случилось κάτι το κακό συνέβηκε.

    Большой русско-греческий словарь > недобрый

  • 53 нехороший

    επ., βρ: -рош, -а, -о.
    1. όχι καλός• κακός, άσχημος•

    -ал погода παλιόκαιρος•

    нехороший сон άσχημο όνειρο.

    2. δυσειδής.

    Большой русско-греческий словарь > нехороший

  • 54 погрузить

    ρ.σ.μ.
    1. βυθίζω, ποντίζω, εμβαπτίζω, βουτώ (σε υγρό)•

    погрузить в воду βυθίζω στο νερό•

    погрузить ноги в песок• βυθίζω τα πόδια, στον άμμο.

    || κατέχομαι (από βαρύ αίσθημα)•

    смерть матери -ла его в скорбь ο θάνατος της μάνας τον βύθισε σε μεγάλη θλίψη.

    || μτφ. ρίχνω, εμβάλλω•

    погрузить в тьму βυθίζω στο σκοτάδι•

    погрузить в сон βυθίζω στον ύπνο.

    || μτφ. απορροφώ;
    2. φορτώνω επιβιβάζω μπαρκάρω•

    погрузить мешки в телегу φορτώνω τσουβάλια στο αμάξι•

    погрузить полк в вагоны επιβιβάζω το σύνταγμα στα βαγόνια•

    погрузить пароход μπαρκάρω το ατμόπλοιο.

    (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    погрузить в воду βυθίζομαι στο νερό•

    город -лся в темноту η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι•

    погрузить в размышления βυθίζομαι σε σκέψεις•

    погрузить в отчаяние βυθίζομαι σε απελπισία, περιπίπτω σε απόγνωση.

    || επιβιβάζομαι. || φορτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > погрузить

  • 55 посетить

    -сещу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. посещённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. επισκέπτομαι, πηγαίνω επίσκεψη•

    посетить знакомых επισκέπτομαι τους γνωστούς•

    посетить древности Греции επισκέπτομαι τις αρχαιότητες της Ελλάδας.

    2. μτφ. έρχομαι, επέρχομαι•

    горе посетитьло меня στενοχώρια με βρήκε•

    меня посетитьил сон μου ήρθε ύπνος.

    Большой русско-греческий словарь > посетить

  • 56 протрезвить

    ρ.σ.μ. συνεφέρω•

    сон -ил пьяного ο ύπνος συνέφερε τον μεθυσμένο.

    συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος συνήρθε.

    || μτφ. ανανήφω.

    Большой русско-греческий словарь > протрезвить

  • 57 сладкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.
    1. γλυκός•

    сладкий чай γλυκό τσάι•

    плод γλυκός καρπός•

    -ое вино γλυκό κρασί.

    2. ουσ. ουδ
    -ое το γλύκισμα•

    обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.

    3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•

    -ая жизнь απολαυστική ζωή•

    -ие грзы όνειρα γλυκά•

    сладкий сон γλυκός ύπνος•

    сладкий звук γλυκός ήχος.

    4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•

    -ие слова γλυκόλογα.

    5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•

    сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•

    -ое масло βούτυρο ανάλατο.

    Большой русско-греческий словарь > сладкий

  • 58 спокойный

    επ. βρ: -коен, -койна, -койно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος• ατάραχος•

    -ое море γαληνεμένη θάλασσα•

    -ые движения ήρεμες κινήσεις•

    спокойный тон ήρεμος τόνος•

    -ая жизнь ήσυχη ζωή•

    спокойный сон ήσυχος ύπνος•

    -ая старость ήσυχα γηρατιά•

    спокойный характер ήσυχος χαρακτήρας.

    2. φρόνιμος•

    спокойный ребнок ήσυχο παιδάκι.

    || ήμερος, πράος•

    -ая лошадь ήμερο άλογο.

    3. ελεύθερος, ευρύχωρος• βολικός, άνετος•

    -ая обувь ευρύχωρα παπούτσια•

    -ое кресло άνετη πολυθρόνα.

    εκφρ.
    - ая совесть – ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.

    Большой русско-греческий словарь > спокойный

  • 59 страшный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно.
    1. φοβερός, τρομερός• τρομακτικός•

    страшный сон τρομακτικό όνειρο•

    страшный взгляд φοβερή ματιά.

    || επικίνδυνος•

    страшный путь φοβερός δρόμος•

    страшный час φοβερή ώρα (στιγμή).

    2. δυνατός, ισχυρός•

    -ая боль φοβερός πόνος•

    страшный холод φοβερό κρύο•

    -ая скука φοβερή πήξη.

    εκφρ.
    страшный суд – δευτέρα παρουσία.

    Большой русско-греческий словарь > страшный

  • 60 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

См. также в других словарях:

  • СОН — муж. состояние спящего; отдых тела, в забытьи чувств; ·противоп. бдение, бодрость, явь. Сон глубокий, крепкий, непробудный; сонь легкий, будкий, чуткий, на слуху, дрема. Востать от сна, отойти ко сну. Сон напал, одолел. Заботы ото сна и от еды… …   Толковый словарь Даля

  • СОН (физиологическое состояние) — СОН, периодически наступающее физиологическое состояние у человека и животных; характеризуется почти полным отсутствием реакций на внешние раздражения, уменьшением активности ряда физиологических процессов. Различают нормальный (физиологический)… …   Энциклопедический словарь

  • сон — сна; м. 1. Наступающее через определённые промежутки времени физиологическое состояние покоя и отдыха, при котором почти полностью прекращается работа сознания, снижается реакция на внешние раздражения. Крепкий, глубокий, сладкий, богатырский сон …   Энциклопедический словарь

  • СОН — СОН, сна, м. 1. только ед. Периодически наступающее физиологическое состояние, противоположное бодрствованию, на время к рого полностью или частично прекращается работа сознания. «Не одну ночь провел он без сна». Гончаров. «Матвей Саввич… …   Толковый словарь Ушакова

  • Сон — сна; м. 1. Наступающее через определённые промежутки времени физиологическое состояние покоя и отдыха, при котором почти полностью прекращается работа сознания, снижается реакция на внешние раздражения. Крепкий, глубокий, сладкий, богатырский сон …   Энциклопедический словарь

  • "Сон" («В полдневный жар в долине Дагестана...») — «СОН» («В полдневный жар в долине Дагестана...») (1841), стих. с новеллистич. сюжетом, часто встречающимся в поздних стихах Л. («Завещание», «Сосед», «Соседка», «Узник»). «Сон» написан от имени человека, находящегося на грани жизни и смерти, и… …   Лермонтовская энциклопедия

  • сон — периодическое функциональное состояние человека и животных со специфическими поведенческими проявлениями в вегетативной и моторной сферах, характеризующееся значительной обездвиженностью и отключенностью от сенсорных (см. сенсорная система)… …   Большая психологическая энциклопедия

  • сон — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? сна, чему? сну, (вижу) что? сон, чем? сном, о чём? о сне; мн. что? сны, (нет) чего? снов, чему? снам, (вижу) что? сны, чем? снами, о чём? о снах 1. Сном называют физиологическое состояние покоя …   Толковый словарь Дмитриева

  • СОН — периодически возникающее состояние покоя, которое сопровождается уменьшением возбудимости центральной нервной системы, выключением сознания, расслаблением мускулатуры, замедлением сердечной деятельности, дыхания и т. д. Наступление сна зависит от …   Краткая энциклопедия домашнего хозяйства

  • Сон Канхо — Дата рождения: 17 января 1967(1967 01 17) (45 лет) Место рождения: Кимхэ (Южная Корея) Гражданство …   Википедия

  • Сон в красном тереме — 紅樓夢 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»