Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

хорошо+же!

  • 81 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 82 лучше

    συγκρ. β. του επ. хороший και του επίρ. хорошо• καλύτερος• καλύτερα•

    жизнь стало лучше η ζωή καλυτέρευσε•

    старый друг двух новых ο παλαιός φίλος είναι, καλύτερος από δυο καινούριους•

    мне лучше είμαι (αισθάνομαι) καλύτερα•

    лучше смерть, чем рабство καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά•

    лучше не спрашивай καλύτερα μη ρωτάς•

    лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά,παρά ποτέ.

    εκφρ.
    как можно лучше – όσο το δυνατόν καλύτερα•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    лучше сказать – για να πω (εκφραστώ) καλύτερα•
    тем лучше – ακόμα καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > лучше

  • 83 наклеить

    -ю, -ишь
    ρ.σ.μ. (επι)κολλώ•

    наклеить мирку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο.

    κολλώ•

    картина хорошо -лась η εικόνα καλά κόλλησε.

    Большой русско-греческий словарь > наклеить

  • 84 напротив

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. έναντι, απέναντι, αντίκρυ•

    прямо напротив ακριβώς απέναντι, κατάντικρυ, βιζαβί.

    2. άλλως, αλλιώς, αλλιώτικα αντίθετα, τουναντίον, απεναντίας•

    я полагал -εγώ υπέθετα αντίθετα•

    здесь плохо?, хорошо εδώ είναι, άσχημα; напротив τουναντίον, καλά.

    Большой русско-греческий словарь > напротив

  • 85 наслушаться

    ρ.σ.
    1. ακούω•

    наслушаться новостей ακούω ειδήσεις.

    2. χορταίνω
    ακούω•

    он поёт так хорошо, что я не могу наслушаться его αυτός τραγουδάει τόσο καλά, που δε χορταίνω να τον ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > наслушаться

  • 86 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 87 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 88 обращать

    ρ.δ.
    βλ. обратить.
    1. βλ. обратиться.
    2. περιστρέφομαι, κινούμαι περί, γύρω•

    земля -ется вокруг солнца η γη κινείται περί τον ήλιο.

    3. κυκλοφορώ• είμαι, βρίσκομαι σε κυκλοφορία.
    4. (συμπερι)φέρομαΐ-οη•

    хорошо -ется с подчинёнными αυτός καλά συμπεριφέρεται προς τους υφιστάμενους.-

    5. χρησιμοποιώ, δουλεύω•

    уметь обращать с инструментом ξέρω (μπορώ) να χρησιμοποιώ το εργαλείο.

    6. καταγίνομαι, ασχολούμαι.
    7. κυκλοφορώ, μπαίνω σε κυκλοφορία.

    Большой русско-греческий словарь > обращать

  • 89 обстоять

    -оит
    ρ.δ. (για κατάσταση) είμαι, βρίσκομαι, πηγαίνω, έχω•

    как -ят ваши дела? πως πάνε οι δουλειές σας;•

    всё -ит хорошо όλα πάνε καλά•

    дело -ит не так η υπόθεση δεν έχει έτσι•

    иначе -ит дело διαφορετικά έχει η υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > обстоять

  • 90 ой

    ой-ой κ. ой-ой-ой
    επιφ.
    1. εκφράζει αίσθημα πόνου, φόβου κ.τ.τ. όι, ωχ, αχ•

    ой, больно! όι, πονάει!

    2. εκφράζει θαυμασμό, ικανοποίηση, χαρά κ.τ.τ. ой, как хорошо здесь! αχ, τι καλά είναι εδώ!

    Большой русско-греческий словарь > ой

  • 91 отселе

    κ. отсль
    επίρ. παλ. • από εδώ•

    отселе я вижу хорошо απ εδώ βλέπω καλά.

    Большой русско-греческий словарь > отселе

  • 92 очень

    επίρ.
    πολύ, λίαν•

    очень рано πολύ πρωί•

    очень хорошо πολύ καλά•

    очень чистый πολύ καθαρός•

    очень большой πολύ μεγάλος•

    очень и очень прошу вас σας παρακαλώ πάρα πολύ, σας θερμοπαρακαλώ•

    очень люблю вас πολύ σας αγαπώ.

    Большой русско-греческий словарь > очень

  • 93 план

    α.
    σχέδιο, πλάνο πρόγραμμα•

    -города το σχέδιο της πόλης•

    пятилетный πεντάχρονο (πενταετές) πλάνο•

    производственный план παραγωγικό πλάνο•

    составить -φτιάχνω πλάνο•

    выполнить план εκπληρώνω το πλάνο•

    хорошо задуманный план καλομελετημένο σχέδιο•

    перевыполнить план υπερεκπληρώνω το πλάνο.

    || οθέση, μέρος•

    деревья занимают задний план картины τα δέντρα πιάνουν το φόντο του πίνακα.

    || μτφ. γραμμή, σειρά, σημασία, σπουδαιότητα•

    отпустить на задний план βάζω σε δεύτερη γραμμή (δευτερεύουσα σημασία).

    || τομέας, σφαίρα. || άποψη, τρόπος εξέτασης•

    обсудить вопрос в теоретическом -е συζητώ το ζήτημα από θεωρητική άποψη (θεωρητικά).

    Большой русско-греческий словарь > план

  • 94 подействовать

    ρ.σ.
    1. επιδρώ, επενεργώ•

    это лекарство -ло хорошо αυτό το φάρμακο μου έκανε καλό•

    эта угроза -ла на него αυτή η φοβέρα είχε την επίδραση της σ αυτόν.

    2. (για ένα χρον. διάστημα)• δρω, ενεργώ.

    Большой русско-греческий словарь > подействовать

  • 95 позиция

    θ.
    1. θέση•

    позиция с которой видишь хорошо θέση από την οποία βλέπεις καλά•

    ног в танце η θέση των ποδιών στο χορό•

    пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας.

    || η πόζα.
    2. διάταξη•

    артиллерийская позиция η θέση του πυροβολικού•

    передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέσεις, η πρώτη γραμμή.

    3. άποψη• στάση•

    теоретические -и θεωρητικές θέσεις•

    политика с -и силы πολιτική από θέση ισχύος•

    какую -ю он взял? τι θέση πήρε αυτός;

    Большой русско-греческий словарь > позиция

  • 96 понимать

    ρ.δ.
    1. βλ. понять.
    2. εννοώ, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα, αντιλαμβάνομαι•

    я не -аю по-немецки δεν καταλαβαίνω γερμανικά•

    вы меня -ете? με καταλαβαίνετε;•

    я вас хорошо -аю σας καταλαβαίνω καλά•

    он ничего не -ает αυτός τίποτε δεν καταλαβαίνει.

    εκφρ.
    -аешь, -аете ή -аешь ли, -аете ли – (ως παρνθ. λ.) καταλαβαίνεις, -ετε•
    я
    -аешь ли, опоздал – καταλαβαίνεις, άργησα•
    вот это я и понимаю – αυτό μάλιστα το καταλαβαίνω (είναι καλό, όπως πρέπει).
    εννοούμαι, γίνομαι αντιληπτός κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > понимать

  • 97 поступить

    -ступлю, -ступишь
    ρ.σ.
    1. ενεργώ φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι -поступить правильно ενεργώ σωστά•

    поступить осторожно ενεργώ προσεχτικά (επιφυλαχτικά)•

    он -ил дурно в этом деле αυτός φέρθηκε σαν βλάκας σ αυτήν την υπόθεση•

    поступить хорошо с кем-н. φέρνομαι καλά σε κάποιον•

    поступить великодушно φέρνομαι-μεγαλόψυχα.

    2. πιάνω δουλειά, μπαίνω, εισέρχομαι•

    поступить на фабрику πιάνω δουλειά στη φάμπρικα•

    поступить в уни-верситт εισάγομαι στο πανεπιστήμιο•

    поступить в школу πρωτοπηγαίνω στο σχολείο•. поступить на службу μπαίνω στην υπηρεσία.

    3. φτάνω, έρχομαι•

    раненые -ли в госпитал οι τραυματίες έφτασαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο•

    -ли жалобы ήρθαν παράπονα.

    || περιέρχομαι, περνώ•

    на-сддство -ло в казну η κληρονομιά περιήλθε στο δημόσιο ταμείο.

    || πηγαίνω•

    сырь -ло в обработку οι πρώτες ύλες πήγαν για επεξεργασία.

    παραιτούμαι από κάτι, απαρνούμαι αποποιούμαι υποχωρώ, ενδίδω,παραχωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > поступить

  • 98 приварить

    ρ.σ.μ. βράζω ακόμα, συμπληρωματικά. || (για μέταλλα) (συγ)κολλώ, βράζω.
    (συγ)κολλώ•

    отломанная часть детали -лась хорошо το σπασμένο μέρος του εξαρτήματος κόλλησε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > приварить

  • 99 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 100 промочить

    ρ.σ.μ. μουσκεύω, διαβρέχω, διαποτίζω υγραίνω, νοτίζω•

    дождь хорошо -ил землю η βροχή καλά πότισε τη γη•

    промочить сэлоги μουσκεύω τις, μπότες.

    Большой русско-греческий словарь > промочить

См. также в других словарях:

  • хорошо —   хорошо/ …   Правописание трудных наречий

  • ХОРОШО — 1. Нареч. к хороший в 1 знач. Хорошо работает. Хорошо пишет. Хорошо поет. Хорошо ответить. Хорошо одеваться. Хорошо поступить. Хорошо вести себя. Хорошо относиться к кому н. Хорошо чувствовать себя. Хорошо закусил. Хорошо сделаешь, если поедешь.… …   Толковый словарь Ушакова

  • хорошо — сказ., употр. сравн. часто 1. Когда вы говорите, что где либо хорошо, вы имеете в виду, что вам там нравится. Хорошо на улице весной! | У них дома очень хорошо. 2. Когда вы говорите, что вам хорошо, вы имеете в виду, что вы довольны, здоровы,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • хорошо — • хорошо вооруженный • хорошо вооружить • хорошо вооружиться • хорошо запомнить • хорошо знакомый • хорошо знать • хорошо известно • хорошо известный • хорошо кормить • хорошо осознать • хорошо охранять • хорошо помнить • хорошо понять …   Словарь русской идиоматики

  • Хорошо!! — Альбом Гражданской обороны Дата выпуска 1987, 1996, 2006 Записан 1987 Жанр Панк рок Длител …   Википедия

  • хорошо — кончиться хорошо, поставить себя хорошо.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. хорошо неплохо, недурно, недурственно, славно, ладно, здорово, важно, важнецки, мирово, хоть куда …   Словарь синонимов

  • хорошо — 1. ХОРОШО, лучше. I. нареч. к Хороший (2, 7 зн.). Х. учиться, плавать, рисовать. Х. относиться к младшему брату. Х. одеваться. Поезд идёт х. II. в функц. сказ. 1. Об окружающей обстановке, доставляющей удовлетворение, наслаждение. Сегодня х. на… …   Энциклопедический словарь

  • хорошо бы — хотелось бы, надо бы, недурно, неплохо, невредно, надо, желательно, желательно бы, не грех, неплохо бы, не мешало бы, недурно бы, не мешает, невредно бы, вот бы, нелишне Словарь русских синонимов. хорошо бы нареч, кол во синонимов: 16 • вот бы… …   Словарь синонимов

  • хорошо же — смотри, смотри у меня, погоди же Словарь русских синонимов. хорошо же нареч, кол во синонимов: 3 • погоди же (13) • …   Словарь синонимов

  • хорошо́ — хорошо, нареч.; в знач. сказ …   Русское словесное ударение

  • Хорошо — I нескл. ср. Отметка, оценивающая знания, умения, навыки учащихся как вполне удовлетворительные. II нареч. качеств. 1. Обладая положительными качествами или свойствами. Ant: плохо отт. Обладая необходимым мастерством, умением. отт. Так, как… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»