Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

тёртый

  • 1 четвёртый

    1. (αριθμητικό τακτικό) τέταρτος•

    четвёртый этаж τέταρτος όροφος.

    2. (κατά την απαρίθμηση)• τέταρτο(ν).
    3. το τεταρτημόριο.
    εκφρ.
    четвёртый класс – τρίτη θέση (κατάστρωμα).

    Большой русско-греческий словарь > четвёртый

  • 2 четвёртый

    четвёртый τέταρτος; \четвёртыйого
    * * *

    четвёртого числа́ — στις τέσσερις του μήνα

    Русско-греческий словарь > четвёртый

  • 3 потёртый

    επ. από μτχ.
    τριμμένος, φθαρμένος•

    потёртый ковр τριμμένο χαλί.

    || μτφ. μαραμένος, μαραζωμένος καχεκτικός αθαλής.

    Большой русско-греческий словарь > потёртый

  • 4 притёртый

    επ. από μτχ.
    εφαρμοστός•

    притёртый клапан εφαρμοστή βαλβίδα.• флакон с -ой пробкой φυαλίδιο με εφαρμοστό βούλωμα.

    Большой русско-греческий словарь > притёртый

  • 5 спёртый

    επ. από μτχ.
    αποπνικτικός•

    спёртый воздух αποπνικτικός αέρας.

    Большой русско-греческий словарь > спёртый

  • 6 спёртый

    [σπιόρτυϊ] εκ. πνιγηρός

    Русско-греческий новый словарь > спёртый

  • 7 спёртый

    [σπιόρτυϊ] επ πνιγηρός

    Русско-эллинский словарь > спёртый

  • 8 истёртый

    επ. από μτχ.
    τριμμένος φθαρμένος, λιωμένος (από τη χρήση). || μτφ. κοινός, κοινοτοπικός, τετριμμένος, ρουτινιέρικος. || δυσδιάκριτος, σβησμένος•

    -ая надпись σβησμένη επιγραφή.

    Большой русско-греческий словарь > истёртый

  • 9 обтёртый

    επ. από μτχ.
    τριμμένος, φθαρμένος, σωμένος, λιωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > обтёртый

  • 10 простёртый

    επ. από μτχ.
    τεντωμένος, απλωμένος•

    о -ыми руками με τεντωμένα τα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > простёртый

  • 11 протёртый

    επ. από μτχ.
    τριμμένος, τριφτός.

    Большой русско-греческий словарь > протёртый

  • 12 распростёртый

    επ. από μτχ.
    τελείως ανοιχτός• ξαπλωμένος•

    с -ыми руками με ανοιχτά τα χέρια•

    под забором лежало -ое тело убитого κάτω από τη μάντρα κείτονταν ξάπλα το πτώμα του σκοτωμένου.

    || απλωμένος•

    -ыми крыльями με απλωμένες τις φτερούγες.

    Большой русско-греческий словарь > распростёртый

  • 13 стёртый

    επ. από μτχ.
    τριμμένος, φθαρμένος• σβησμένος•

    -ые каменные ступени φθαρμένα πέτρινα σκαλοπάτια•

    -ая надпись σβησμένη επιγραφή.

    || μτφ. τετριμμένος, κοινότοπος, -πικός, καθημαξευμένος.

    Большой русско-греческий словарь > стёртый

  • 14 тёртый

    επ. από μτχ.
    1. τριφτός, τριμμένος•

    -сыр τριμμένο κεφαλοτύρι.

    2. μτφ. πεπειραμένος, εντριβής, ψημένος, ξεσκολισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > тёртый

  • 15 передел

    I.
    (деление заново) το ξαναμοί-ρασμα, η αναδιανομή.
    II. мет. η μεταλλουργική φάση
    четвёртый - η συμπληρωματική κατεργασία (π.χ. η διαμόρφωση, η επικάλυψη με προστατευτική στρώση)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передел

  • 16 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 17 калач

    -а, α. καλάτσι, είόος στρόγγυλου ψωμιού.
    -ом
    επίρ.
    σαν κουλούρα•

    согнуть спину -ом κουλουριάζω τη ράχη.

    (διαλκ.) άσπρο (χάσικο) ψωμί.
    εκφρ.
    тёртый калач – πολύπειρος, πάλιοκαραμπίνα•
    на -и досталось – α) περιυβρίζω, β) δέρνομαι ανελέητα.

    Большой русско-греческий словарь > калач

  • 18 курс

    α.
    1. κατεύθυνση, πορεία•

    держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.

    2. βασική πολιτική κατεύθυνση•

    курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.

    3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).
    4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•

    он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.

    5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•

    перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.

    || οι φοιτητές•

    второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.

    6. θεραπεία•

    курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.

    7. αξία, τιμή•

    биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.

    8. σχολή• μαθήματα•

    -ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•

    -ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.

    εκφρ.
    быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•
    держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > курс

  • 19 оттереть

    ототру, ототршь, παρλθ. χρ. оттёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттёртый, βρ: -тёрт, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλύνω,βγάζω, καθαρίζω•

    оттереть пятно καθαρίζω το λεκέ.

    || τρίβω, καθαρίζω τρίβοντας•

    оттереть грязь τρίβω τις λάσπες.

    2. τρίβω•

    оттереть замершие руки снегом τρίβω τα παγωμένα χέρια με χιόνι.

    3. σπρώχνω, ωθώ, σκουντώ. || μτφ. εκτοπίζω, διώχνω, βγάζω έξω.
    βγαίνω, εξαλείφομαι, καθαρίζομαι με το πλύσιμο ή την τριβή•

    пятно оттрлось ο λεκές βγήκε (καθάρισε).

    Большой русско-греческий словарь > оттереть

  • 20 распростереть

    (σπάνια)•

    -стру, -стрёшь, παρλθ. χρ. распростёр, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распростёртый, βρ: -тёрт, -а, -о επιρ. μτχ. распростерев κ. распростерши

    ρ.σ.μ.
    (γραπ. λόγος) ανοίγω διάπλατα• απλώνω•

    распростереть руки ανοίγω διάπλατα τα χέρια•

    распростереть крылья απλώνω τις φτερούγες•

    распростереть объятия ανοίγω διάπλατα την αγκαλιά.

    || (επ)εκτείνω, ξαπλώνω•

    распростереть своё влияние επεκτείνω την επίδραση (επιρροή) μου.

    1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω με ανοιχτά τα χέρια• εκτείνομαι, ξαπλώνομαι.
    2. επεκτείνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > распростереть

См. также в других словарях:

  • Четвёртый интернационал — Символ Четвёртого интернационала У этого термина существуют и другие значения, см …   Википедия

  • Четвёртый Интернационал — Символ Четвертого интернационала Четвёртый интернационал  коммунистическая международная организация, альтернативная сталинизму. Базируется на теоретическом наследии Льва Троцкого, своей задачей ставит осуществление мировой революции, победу… …   Википедия

  • Воссоединённый Четвёртый интернационал — У этого термина существуют и другие значения, см. Четвёртый интернационал (значения). Воссоединенный Четвёртый интернационал Fourth International, Quatrième Internationale …   Википедия

  • Четвёртый протокол (фильм) — У этого термина существуют и другие значения, см. Четвёртый протокол. Четвёртый протокол The Fourth Protocol …   Википедия

  • Четвёртый Доктор — Доктор Четвёртый Доктор Сыгран Том Бейкер Года 1974–1981 Первое появление Планета пауков Регенерация Логополис Последнее появление Измерения во времени Кол во сезонов 7 Появления 42 историй (172 …   Википедия

  • Четвёртый (фильм) — Четвёртый …   Википедия

  • Четвёртый мужчина — De vierde man Жанр триллер драма Режисс …   Википедия

  • Зверобой распростёртый — Зверобой распростёртый …   Википедия

  • Щитовник распростёртый — ? Щитовник распростёртый Общий вид …   Википедия

  • Воссоединенный Четвёртый интернационал — Fourth International, Quatrième Internationale Лидер: Ален Кривин, Оливье Безансно, Эрик Туссен, Алан Торнетт и другие …   Википедия

  • Пажитник простёртый — ? Пажитник простёртый Пажитник про …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»