-
81 προσορμίσαιμεν
προσορμίζομαιaor opt act 1st plπροσορμίζωbring: aor opt act 1st pl -
82 προσορμίσαιτο
προσορμίζομαιaor opt mid 3rd sgπροσορμίζωbring: aor opt mid 3rd sg -
83 προσορμίσαν
προσορμίζομαιaor part act neut nom /voc /acc sgπροσορμίζωbring: aor part act neut nom /voc /acc sg -
84 προσορμίσαντες
προσορμίζομαιaor part act masc nom /voc plπροσορμίζωbring: aor part act masc nom /voc pl -
85 προσορμίσας
προσορμίσᾱς, προσορμίζομαιaor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)προσορμίσᾱς, προσορμίζωbring: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
86 προσορμίσασα
προσορμίσᾱσα, προσορμίζομαιaor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic)προσορμίσᾱσα, προσορμίζωbring: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
87 προσορμίσασθαι
προσορμίζομαιaor inf midπροσορμίζωbring: aor inf mid -
88 προσορμίσασιν
προσορμίσᾱσιν, προσορμίζομαιaor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic)προσορμίσᾱσιν, προσορμίζωbring: aor part act masc /neut dat pl (attic epic ionic) -
89 προσορμίσειεν
προσορμίζομαιaor opt act 3rd sgπροσορμίζωbring: aor opt act 3rd sg -
90 προσορμίσειν
προσορμίζομαιfut inf act (attic epic)προσορμίζωbring: fut inf act (attic epic) -
91 προσορμίσωνται
προσορμίζομαιaor subj mid 3rd plπροσορμίζωbring: aor subj mid 3rd pl -
92 προσορμίσωσι
προσορμίζομαιaor subj act 3rd plπροσορμίζωbring: aor subj act 3rd pl -
93 4358
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4358
-
94 причаливать
[πριτσάλιβατ"] ρ. αράζω, προσορμίζω -
95 причаливать
[πριτσάλιβατ"] ρ αράζω, προσορμίζω -
96 подвалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подваленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.1. ρίχνω επιρρίπτω, επισωρεύω•подвалить землю к кустам ρίχνω χώμα στα δενδρύλλια,
2. μτφ. ρίχνω συμπληρωματικά, επιπροσθέτω.3. μτφ. εμφανίζομαι απότομα (για αισθήματα κλπ.)•έρχομαι, φτάνω.-валю, -валишьρ.σ.(απλ.) έρχομαι, καταφτάνω (κατά μεγάλο αριθμό), εισρέω. || (απρόσ.) επιρρίπτω, ρίχνω, πέφτω ακόμα. || (για σκάφος) πλησιάζω, προσορμίζω. -
97 причалить
ρ.σ.1. μ. προσορμίζω, ελλιμενίζω; αράζω.2. αμ. εισπλέω, καταπλέω• προσεγγίζω. -
98 пришвартовать
-тую -туешьρ.σ.μ. αράζω, προσορμίζω, ελλιμενίζω.αράζω, προσορμίζομαι, ελλιμενίζομαι.
См. также в других словарях:
προσορμίζω — προσορμίζω, προσόρμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσορμίζω — προσορμίζομαι pres subj act 1st sg προσορμίζομαι pres ind act 1st sg προσορμίζω bring pres subj act 1st sg προσορμίζω bring pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσορμίζω — ΝΑ [ὁρμίζω] 1. οδηγώ πλοίο σε όρμο, λιμάνι, όπου και τό αγκυροβολώ 2. (μέσ. και παθ.) προσορμίζομαι εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβοληση, προσεγγίζω το λιμάνι και αγκυροβολώ … Dictionary of Greek
προσορμίζω — προσόρμισα, προσορμίστηκα 1. μτβ., βάζω πλοίο μέσα σε όρμο, αράζω. 2. αμτβ., προσορμίζομαι, μπαίνω σε όρμο, σε λιμάνι, αγκυροβολώ, αλλ. αράζω: Το πλοίο θα προσορμιστεί σε λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσορμίσω — προσορμίζομαι aor subj act 1st sg προσορμίζομαι fut ind act 1st sg προσορμίζομαι aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) προσορμίζω bring aor subj act 1st sg προσορμίζω bring fut ind act 1st sg προσορμίζω bring aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσορμίσῃ — προσορμίσηι , προσόρμισις coming to anchor fem dat sg (epic) προσορμίζομαι aor subj mid 2nd sg προσορμίζομαι aor subj act 3rd sg προσορμίζομαι fut ind mid 2nd sg προσορμίζω bring aor subj mid 2nd sg προσορμίζω bring aor subj act 3rd sg προσορμίζω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόρμιση — η / προσόρμισις, ίσεως, ΝΜΑ [προσορμίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσορμίζω, η αγκυροβολία ενός πλοίου στις υπήνεμες περιοχές ενός όρμου μσν. προσέγγιση … Dictionary of Greek
συνορμίζω — Α προσορμίζω συγχρόνως («συνορμίσαντες τὰς ναῡς ἐμάχοντο ἐπιπλέουσι τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁρμίζω «προσορμίζω, ελλιμενίζω»] … Dictionary of Greek
προσορμιζομένας — προσορμιζομένᾱς , προσορμίζομαι pres part mp fem acc pl προσορμιζομένᾱς , προσορμίζομαι pres part mp fem gen sg (doric aeolic) προσορμιζομένᾱς , προσορμίζω bring pres part mp fem acc pl προσορμιζομένᾱς , προσορμίζω bring pres part mp fem gen… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσορμιζομένων — προσορμίζομαι pres part mp fem gen pl προσορμίζομαι pres part mp masc/neut gen pl προσορμίζω bring pres part mp fem gen pl προσορμίζω bring pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσορμιζούσας — προσορμιζούσᾱς , προσορμίζομαι pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προσορμιζούσᾱς , προσορμίζομαι pres part act fem gen sg (doric) προσορμιζούσᾱς , προσορμίζω bring pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)