-
1 καταθέτω
(αόρ. κατέθεσα, παθ. αόρ. κατατέθηκα и κατετέθην, μετχ. παθ. πρκ. κατατεθειμένος) μετ.1) закладывать; класть (фундамент); 2) возлагать (цветы и т. п.); 3) вкладывать, вносить; депонировать;καταθέτω χρήματα στην τράπεζα (στο ταμιευτήριο) — вкладывать деньги в банк (в сберкассу);
4) юр. давать показания;§ καταθέτω τα όπλα — складывать оружие, сдаваться; — капитулировать;
καταθέτω την εντολήν — слагать с себя полномочия
-
2 καταθέτω
[кататэто] р. сберегать, откладывать, (νομ.) давать показания перед судом,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταθέτω
-
3 καταθέτω
[кататэто] ρ сберегать, откладывать, (νομ) давать показания перед судом. -
4 επερώτηση
[-ις (-εως)] η1) запрос (в парламенте), интерпелляция;κάνω ( — или καταθέτω) επερώτηση — делать запрос;
2) обращение за советом -
5 ερώτηση
[-ις (-εως)] η1) спрашивание; вопрошение (уст.); 2) вопрос; запрос;τί αδιάκριτος ερώτηση! — какой нескромный вопрос!;
καταθέτω ερώτηση — делать запрос
-
6 όπλο(ν)
τό1) винтовка, ружьё; оружие;πυροβόλα όπλα — огнестрельное оружие;
αγχέμαχα όπλα — холодное оружие;
αφλογιστία όπλου — осечка;
παίρνω ( — или λαμβάνω) τα όπλα — браться за оружие, восставать;
καταθέτω τα όπλα — капитулировать; — сдаваться; — складывать оружие;
καλώ υπό τα όπλα — объявлять мобилизацию; — призывать в армию, ставить под ружьё;
εφ' όπλου λόγχην! — примкнуть штыки! (команда);
παρουσιάζω όπλα — брать оружие «на караул»;
2) род войск;3) перен. орудие, средство, инструмент;τό όπλο(ν) της ταξικής πάλης — орудие классовой борьбы
-
7 όπλο(ν)
τό1) винтовка, ружьё; оружие;πυροβόλα όπλα — огнестрельное оружие;
αγχέμαχα όπλα — холодное оружие;
αφλογιστία όπλου — осечка;
παίρνω ( — или λαμβάνω) τα όπλα — браться за оружие, восставать;
καταθέτω τα όπλα — капитулировать; — сдаваться; — складывать оружие;
καλώ υπό τα όπλα — объявлять мобилизацию; — призывать в армию, ставить под ружьё;
εφ' όπλου λόγχην! — примкнуть штыки! (команда);
παρουσιάζω όπλα — брать оружие «на караул»;
2) род войск;3) перен. орудие, средство, инструмент;τό όπλο(ν) της ταξικής πάλης — орудие классовой борьбы
-
8 στεφάνι
τό1) венок;καταθέτω στεφάνι — возлагать венок;
2) венец (тж. брачный);βάζω στεφάνι — венчаться; — вступать в брак, жениться;
την έχει χωρίς στεφάνι — он с ней живёт незаконно;
ζουν χωρίς στεφάνι — они живут незаконно;
καλό στεφάνι! — счастливого брака!;
3) перен. супруг, супруга;να χαρείς το στεφάνι σου! — пусть жена (муж) будет тебе на радость! 4) обруч; — обод;
6) карниз
См. также в других словарях:
καταθέτω — καταθέτω, κατέθεσα και κατάθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταθέτω — (Μ καταθέτω) 1. τοποθετώ κάτω, αποθέτω 2. παραδίδω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. (ως δικανικός όρος) παρέχω, δίνω μαρτυρία για πρόσωπα ή για γεγονότα ενώπιον δικαστικής ή ανακριτικής αρχής μσν. 1. ρίχνω κάποιον κάτω νεκρό… … Dictionary of Greek
καταθέτω — κατάθεσα, κατατέθηκα, καταθεμένος 1. αποθέτω, θέτω κάτι κάτω: Οι φοιτητές κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. 2. δίνω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό: Κατέθεσε πολλά λεφτά στην τράπεζα. 3. κάνω μαρτυρική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακαταθέτω — [καταθέτω] καταθέτω εκ νέου, κάνω νέα κατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταθέτω] … Dictionary of Greek
εκμαρτυρώ — ἐκμαρτυρῶ ( έω) (Α) 1. μαρτυρώ, καταθέτω 2. αποκαλύπτω, εξομολογούμαι 3. καταθέτω εγγράφως ως μάρτυρας σε περίπτωση απουσίας … Dictionary of Greek
επιδιατίθημι — ἐπιδιατίθημι (Α) 1. διευθετώ («μετὰ τοῡτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε») 2. μέσ. επιδιατίθεμαι καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ ὀμόσῃ τὸν ὅρκον», Δημοσθ.) 3. καταθέτω ένα ποσό για να παίξω… … Dictionary of Greek
καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… … Dictionary of Greek
καταμαρτυρώ — (AM καταμαρτυρῶ, έω) μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ αρχ. 1. παθ. καταμαρτυροῡμαι, έομαι α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου β) (για μαρτυρία) φέρομαι… … Dictionary of Greek
κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος … Dictionary of Greek
μεσεγγυώ — άω (Α μεσεγγυῶ) [μεσέγγυος] καταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών του αρχ. φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση … Dictionary of Greek
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek