-
1 заряд
1. эл. το φορτίο, η φόρτιση 2. взр. το γέμισμα, η γόμωσηвзрывать - в шпуре αναφλέγω/ανατινάζω τη γόμωση στην οπή ανατινάξεωνрассредоточенный - взр. διανεμημένο -сосредоточенный - взр. συγκεντρωμένο -шпуровой - взр. η γόμωση της οπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заряд
-
2 контакт
η επαφ/ή, η ένωσηзамыкать - κλείνω/συνδέω την -, ενώνω τις - έςблокировочный - του φράγματος/μπλοκαρίσματοςнеподвижный - σταθερή -, ακίνητη -сигналь-но-блокировочный - σήματος του φραγμού/μπλοκαρίσματοςтормозной - πέ-δης/φρένουштыковой - μάχαιρας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контакт