Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

только+ru

  • 81 мигнуть

    ρ.σ.
    βλ. мигать.
    εκφρ.
    не успеть (глазом) мигнуть – στη στιγμή, αμέσως, ακαριαία, εν ριπή οφθαλμού (стоит) только мигнуть αρκεί μόνο να του κλείσεις το μάτι ή να του κάνεις νεύμα με τό μάτι (αμέσως εκτελεί).

    Большой русско-греческий словарь > мигнуть

  • 82 недоставать

    -стат, μτχ. ενστ. недостакь щий
    ρ.δ. απρόσ,
    1. λείπω, δε φτάνω, δεν αρκώ--ло опыта δεν υπήρχε η πείρα•

    терпенья -ло έλειπε η υπομονή•

    мне -т денег δε μου φτάνουν τα χρήματα•

    -т кадров δεν επαρκούν τα στελέχη.

    2. απουσιάζω, λείπω.
    3. χρειάζομαι, είμαι αναγκαίος, απαραίτητος.
    εκφρ.
    этого (ещё, только) -ло (недоставатьх) – αυτό ακόμα δεν έφτανε (δε φτάνει).

    Большой русско-греческий словарь > недоставать

  • 83 один

    одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни
    -их (αριθμ.ποσοτικό)•
    1. ο αριθμός 1. || ένας•

    один метр ένα μέτρο•

    одна книга ένα βιβλίο•

    комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.

    || ως ουσ. ο ένας•

    с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•

    все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•

    все до одного όλοι μέχρι τον ένα•

    одно ему не доставало ένα του έλειπε.

    2. ως επ. μόνος, μοναχός•

    я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.

    || μοναδικός•

    у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.

    3. ως επ. ίδιος, όμοιος•

    жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•

    он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•

    одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.

    || οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•

    я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.

    || ενιαίος, σαν ένας.
    4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•

    один из нас ένας από μας.

    || με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•

    один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.

    5. άλλος, διαφορετικός•

    одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•

    говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.

    6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    один день μια μέρα•

    одно время έναν καιρό (κάποτε).

    εκφρ.
    один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•
    один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•
    - о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•
    один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•
    все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•
    одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•
    ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•
    стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με.

    Большой русско-греческий словарь > один

  • 84 однажды

    επίρ.
    1. μια φορά•

    только однажды слышал μόνο μια φορά άκουσα.

    2. κάποτε•

    однажды утром μια φορά το πρωί.

    Большой русско-греческий словарь > однажды

  • 85 отсидеть

    -ижу, -идишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсиженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. μουδιάζω από το καθισιό•

    отсидеть ногу μουδιάζω το πόδι από το καθισιό.

    2. κάθομαι (για ένα χρονικό διάστημα)•

    я -ел только два акта в театре κάθησα μόνο δυο πράξεις στο θέατρο.

    3. (για ποινή) εκτινω•

    отсидеть свой срок εκτίω την ποινή μου.

    1. κάθομαι, (παρά) μένω•

    в окопе от обстрела κάθομαι στο χαράκωμα, προφυλαγόμενος από τα πυρά•

    отсидеть в палатке от дождя κάθομαι στη σκηνή για να μη βραχώ.

    2. μουδιάζω από το καθισιό.

    Большой русско-греческий словарь > отсидеть

  • 86 отчасти

    επίρ.
    μερικώς, εν μέρει, ως ενα βαθμό κατά ένα μέρος•

    он прав только отчасти αυτός εν μέρει έχει δίκαιο•

    платить отчасти деньгами, отчасти векселями πληρώνω ένα μέρος σε μετρητά και ένα μέρος σε γραμμάτια.

    Большой русско-греческий словарь > отчасти

  • 87 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

  • 88 поминать

    ρ.δ.
    1. μνημονεύω, κάνω μνεία, αναφέρω, λέγω το όνομα•

    мы только что о вас -ли εμείς μόλις τώρα λέγαμε για σας.

    2. (εκκλσ.) μνημονεύω, δέομαι για την υγεία κάποιου ή για την ψυχή των πεθαμένων.
    3. κάνω μνημόσυνο• μετέχω στο μνημόσυνο.
    εκφρ.
    поминать добром ή добрым словом – θυμάμαι το καλό ή την καλή κουβέντα (λόγο)•
    - най как звали – άμα με δεις να με χαιρετήσεις (δε με ξαναβλέπεις).
    μνημονεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > поминать

  • 89 продержать

    ρ.σ.μ.
    1. κρατώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    полчаса он -ал ребнка на руках μισή ώρα αυτός κράτησε το παιδάκι στα χέρια•

    его -ли два месяца в больнице τον κράτησαν δυο μήνες στο νοσοκομείο.

    2. διατηρώ•

    она -ла письмо три месяца αυτή κράτησε το γράμμα τρεις μήνες.

    κρατιέμαι•

    несколько минут он -лся на одной руке μερικά λεπτά αυτός κρατήθηκε με το ένα χέρι•

    рота -лась до прибытия подкрепления ο λόχος κράτησε ώσπου να έρθει ενίσχυση.

    || διατηρούμαι•

    краска -лась ещё долго το χρώμα.κράτησε ακόμα πολύ (χρόνο).

    || παραμένω•

    корабль -лся на воде только час το καράβι παρέμεινε στην επιφάνεια μόνο μια ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > продержать

  • 90 сверкать

    ρ.σ.
    1. λαμπυρίζω, μαρμαίρω•

    звезды -ют τα αστέρια λαμπυρίζουν•

    бриллианты -гот τα μπριλάντια λαμπυρίζουν.

    || εκλάμπω, βγάζω εκτυφλωτική λάμψη. || λάμπω, φεγγοβολώ. || μτφ. διαλάμπω, διαφαίνομαι, υποφώσκω.
    2. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαγράφομαι.
    3. (για καθαριότητα)• λάμπω, αστράφτω. || τρεμοσβήνω.
    4. (για μάτια) αστράφτω, πετώ σπίθες•

    его глаза -ли от гнева τα μάτια του άστραφταν από το θυμό.

    5. μτφ. εξωτερικεύομαι, εμφανίζομαι (για αισθήματα)• λάμπω.
    εκφρ.
    только пятки -ют – σπίθες πετάν (βγάζουν) τα πόδια (από τη μεγάλη ταχύτητα).

    Большой русско-греческий словарь > сверкать

  • 91 сверху

    επίρ.
    1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•

    масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.

    2. από πάνω, εκ των άνω•

    вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•

    вид сверху άποψη από πάνω•

    смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.

    3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•

    сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.

    εκφρ.
    сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•
    сверху донизу – από πάνω ως κάτω•
    провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•
    установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση).

    Большой русско-греческий словарь > сверху

  • 92 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 93 слава

    -не.
    1. δόξα•

    желать -ы διψώ για δόξα•

    приобрести -у αποκτώ δόξα•

    честь ему и слава τιμή και δόξα σ αυτόν.

    2. φήμη, εύκλεια•

    добрая слава καλή φήμη.

    || (απλ.) άσχημη φήμη ή γνώμη.
    3. διαδόσεις, φήμες.
    4. τραγούδι εγκωμιαστικό.
    εκφρ.
    во -у – για (σε) δόξα•
    на -у – πολύ καλά, υπέροχα, θαυμάσια,εξαιρετικά•
    петь -у кому-чемуβλ. воспевать• только (одна), что... το όνομα (φήμη) μόνο έμεινε (στην πραγματικότητα τίποτε το καλό).

    Большой русско-греческий словарь > слава

  • 94 слух

    α.
    1. ακοή• αυτί•

    ухо слух орган -а το αυτί είναι όργανο της ακοής•

    острый слух οξεία ακοή•

    это противно -у αυτό χτυπά άσχημα στο αυτί.

    || μουσική αίσθηση, αυτί•

    играть, петь по -у παίζω, τραγουδώ με το αυτί (χωρίς νότες)•

    музыкальный слух μουσικό αυτί•

    хороший слух καλό (μουσικό) αυτί.

    2. μτφ. είδηση, αγγελία, φήμη•

    циркулировали разные -и κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες•

    о них не было -а γι αυτούς δεν υπήρχε καμιά είδηση.

    εκφρ.
    на слух – με το αυτί, εξ ακοής, αφουγκρα-ζόμενος•
    по -ам – ακουστά•
    я его знаю только по -ам – τον έχω μόνο ακουστά•
    обратиться ή превратиться в слух – εντείνω την ακοή, τεντώνω τ αυτί, είμαι όλος αυτιά•
    ходит слух – κυκλοφορεί η φήμη, φημολογείται.

    Большой русско-греческий словарь > слух

  • 95 смерть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. физиологическая ή естественная смерть φυσιολογικός θάνατος•

    осудить на смерть καταδικάζω σε θάνατο•

    ранняя смерть πρόωρος θάνατος.

    || μτφ. καταστροφή, χαμός.
    2. ως κατηγ. είναι άσχημο, κακό ή δυστυχία.
    3. ως επίρ. πάρα πολύ, σφόδρα•

    как хочется пить πεθαίνω (σκάζω) από τη δίψα.

    εκφρ.
    до -и – μέχρι θανάτου, μέχρι χαμό•
    пасть -ью храбрых – πεθαίνω (πέφτω) ηρωικά•
    смотреть (глядеть) -и в глаза – βλέπω το χάρο με τα μάτια μου•
    как смерть бледный – ωχρός (χλωμός) σα νεκρός•
    как смерть побледнеть – χλω-μιάζω σα νεκρός•
    просто смертьκ. смерть да и только (απλ.) βλ. 2 σημ. за -ью посылать кого πηγαίνει σαν αργοκίνητο καράβι (αργητός στην εκτέλεση εντολής).

    Большой русско-греческий словарь > смерть

  • 96 смех

    -а (-у) α.
    1. το γέλιο, ο γέλωτας•

    не удержаться от -а δε μπορώ να κρατήσω τα γέλια•

    взрыв -а ξέσπασμα γέλιου•

    разражаться -ом ξεσπώ σε γέλια•

    неудержимый смех ακράτητο γέλιο•

    раскатистый смех καμπανιστό γέλιο, καγχασμός•

    подавить себе смех πνίγω (συγκρατώ) το γέλιο•

    меня разбирает смех με πιάνουν τα γέλια.

    || θυμηδία, ιλαρότητα, ευθυμία.
    2. ως κατηγ. είναι γελοίο• είναι για γέλια.
    εκφρ.
    -ом – (απλ.) αστεία (όχι σοβαρά)•
    без -у – εξόν (εκτός) τ αστεία (σοβαρά)•
    не до -а (-у) кому – δεν έχει διάθεση ή καιρό για γέλια•
    - у подобно – είναι για γέλια (λόγω ασχήμιας)•
    - а ради – για γέλια, για να γελάσομε• (и) -и горе; (и) смех и грех είναι για γέλιο και για κλάμα• (как) на (на) смех ακριβώς για γέλια•
    курам на смех – δε γελάτε κότες•
    простоκ. смех да и только βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > смех

  • 97 смехота

    θ. βλ. смех (2 σημ.).
    εκφρ.
    смехота да и только – είναι γελοίο, είναι για γέλια.

    Большой русско-греческий словарь > смехота

  • 98 стоить

    стою, стоишь, μτχ. ενεστ. стоящий
    ρ.δ.
    1. κοστίζω, στοιχίζω, τιμώμαι•

    эта вещь дорого стоит αυτό το πράγμα κοστίζει ακριβά.

    2. αξίζω, έχω προσόντα ή ικανότητες.
    3. απρόσ. έχει νόημα, πρέπει, χρειάζεται, είναι χρήσιμο. || αρκεί, είναι αρκετό.
    εκφρ.
    денег стоит – αξίζει τα λεφτά•
    покупка денег стоит – α) το ψώνι αξίζει τα χρήματα, τα πιάνει τα λεφτά του. β) κοστίζει χρήματα (τζάμπα δε δίνεται)•
    ничего не стоит – δεν αξίζει τίποτε (ή τον κόπο)•
    стоит только... – φτάνει μόνο να..., αρκεί μόνο να..., δεν έχετε παρά (μόνο) να...

    Большой русско-греческий словарь > стоить

  • 99 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 100 теория

    θ.
    1. θεωρία•

    теория относительности θεωρία της σχετικότητας•

    теория вероятности θεωρία των πιθανοτήτων•

    теория познания θεωρία της γνώσης (γνωσιολογία)•

    теория дарвина θεωρία του Δαρβίνου.

    2. φαντασία, μη πραγματικότητα•

    теория это бывает только в -и αυτό συμβαίνει μόνο στη θεωρία (στα λόγια).

    3. οι κανόνες•

    теория музыки θεωρία της μουσικής.

    Большой русско-греческий словарь > теория

См. также в других словарях:

  • только-то — только то …   Орфографический словарь-справочник

  • только б — только бы …   Орфографический словарь русского языка

  • только бы — только б …   Орфографический словарь русского языка

  • ТОЛЬКО — 1. нареч. ограничительное. При числительном (также и при пропущенном “один”), со словом “всего” или без него, употр. в знач. не больше, чем…, как раз. «За всё время, пока я живу на этом свете, мне было страшно только три раза.» Чехов. «Отвечайте… …   Толковый словарь Ушакова

  • только — Токмо, лишь, исключительно, единственно, всего, всего на все(го), один; не более, не менее, как. Это не более как комплимент. Это отрадное исключение не более. Только то? Это все? В какой нибудь месяц, в какие нибудь полгода. См. а, но .. да и… …   Словарь синонимов

  • ТОЛЬКО — 1. частица. Выражает ограничение: не больше, чем столько то, ничего другого, кроме. Вещь стоит т. (всего т.) тысячу. Он т. взглянул. Это т. начало. Т. его и видели (т. е. не успел появиться, как уже исчез; разг.). 2. частица. Выражает ограничение …   Толковый словарь Ожегова

  • ТОЛЬКО — нареч. токмо, лишь; | едва, еле; | но, однако. Я только спросил, более ничего. Только я вошел, как началось чтение, только что, как только, лишь только. Я только что захватил поезд, едва, чуть. Только стало, а лишку нет. Не вздумай только… …   Толковый словарь Даля

  • Только ты — Только ты: «Только ты»  советский музыкальный фильм 1972 года. «Только ты» (Only you)  американский фильм 1992 года. «Только ты» (Only you)  американский фильм 1994 года. «Только ты»  российский фильм 2011 года. «Только ты»… …   Википедия

  • только — (1) I. Частица ограничит. лишь; никто другой..., ничего другого, кроме как...: Тогда врани не граахуть, галици помлъкоша, сорокы не троскоташа, полозіе ползоша только. 43. 1126: Ярополкъ же князь укрѣпився, и иде по нихъ с божьею помощью, не жда… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • только — Авось, только. Потебня наметил вехи [...] того пути, каким пришли к роли модальных частиц и союзов некоторые указательно местоименные слова. Так, по его мнению, из непосредственного местоименного указания на будущее событие (во се, а во се только …   История слов

  • только бы — абы, лишь бы только, лишь бы Словарь русских синонимов. только бы предл, кол во синонимов: 3 • абы (2) • лишь бы …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»