-
61 скобяной
επ.των σιδερικών•скобяной товар εμπόρευμα σιδερικών (κιγκαλερίας).
-
62 тройной
επ.1. τριπλός, τρίδιπλος•-ая линия окопов τριπλή γραμμή (σειρά) χαρακωμάτων•
тройной канат τριπλό παλαμάρι•
тройной удар τριπλό χτύπημα•
тройной прыжок τριπλό πήδημα (άλμα)•
-ая связь τριπλή σύνδεση.
2. τριπλάσιος•в -ом размере στο τριπλάσιο (μέγεθος, διαστάσεις)•
продавать товар за -ую сумму πουλώ το εμπόρευμα στο τριπλάσιο (σε τριπλάσια τιμή).
εκφρ.- ое правило – (μαθ.) η μέθοδος των τρ ιών. -
63 тяжеловесный
επ. -сен, -сна, -о1. πολύ βαρύς•тяжеловесный товар βαρύ εμπόρευμα.
|| βαρύ-σωμος•тяжеловесный человек βαρύσωμος άνθρωπος.
|| ογκώδης•-ое здание ογκώδες κτίριο.
2. βαρύς•-ые шаги βαριά βήματα (πατήματα).
|| άγαρμπος, χοντρός, χοντροκομμένος•-ая фраза βαριά φράση (προσβλητική)•
-ые шутки χοντρά αστεία•
тяжеловесный слог άγαρμπο ύφος.
-
64 удорожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удороженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.ακριβαίνω, κάνω πιο ακριβό•перевозка гужом -ит товар η μεταφορά φορτίου με κάρο ακριβαίνει το εμπόρευμα.
ακριβαίνω, γίνομαι πιο ακριβός. -
65 уступить
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уступленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.1. μ. παραχωρώ• αφήνω•уступить место παραχωρώ τη θέση•
уступить право παραχωρώ το δικαίωμα•
уступить территорию παραχωρώ έδαφος.
2. υποχωρώ, ενδίδω•уступить сначала она противилась, но потом -ла στην αρχή αυτή εναντιώνονταν, όμως μετά ενέδοσε•
силному υποχωρώ μπροστά στον ισχυρό•
силе, насилию υποχωρώ στη δύναμη, στη βία•
в споре υποχωρώ στη συζήτηση.
|| υστερώ•это ружьё твоему не -ит αυτό το όπλο δεν υστερεί από το δικό σου.
3. πουλώ•уступить товар на полцены πουλώ το εμπόρευμα μισοτιμής.
-
66 уценённый
επ. από μτχ.υποτιμημένος•уценённый товар υποτιμημένο εμπόρευμα•
уценённый магазин κατάστημα υποτιμημένων ειδών.
-
67 цена
-ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.1. τιμή, τίμημα, αξία•цена товара η τιμή του εμπορεύματος•
государственная цена κρατική τιμή•
цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•
снижение цен πτώση των τιμών•
тврдая цена σταθερή τιμή.
2. εκτίμηση.3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.
|| -ой χάρη, αντί•добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•
занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.
|| μτφ. σημασία•жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•
какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;
εκφρ.в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•- ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας. -
68 шубный
επ.1. της γούνας•шубный рукав το μανίκι της γούνας.
|| για γούνα•-ая овчина προ-βειά για γούνα.
2. με καλό τρίχωμα• μαλλιαρός•-ые овцы μαλλιαρά πρόβατα.
|| γουναρικός, γούνινος•-ые изделия τα γουναρικά (είδη)•
шубный товар εμπόρευμα γουναρικών.
εκφρ.-ое овцеводство. – προβατοκομία για γουναρικά.
Перевод: со всех языков на греческий
с греческого на все языкитовар+в+-+ах+εμπόρευμα+σε+-+α
Страницы