Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

товар+в+-+ах+εμπόρευμα+σε+-+α

  • 61 скобяной

    επ.
    των σιδερικών•

    скобяной товар εμπόρευμα σιδερικών (κιγκαλερίας).

    Большой русско-греческий словарь > скобяной

  • 62 тройной

    επ.
    1. τριπλός, τρίδιπλος•

    -ая линия окопов τριπλή γραμμή (σειρά) χαρακωμάτων•

    тройной канат τριπλό παλαμάρι•

    тройной удар τριπλό χτύπημα•

    тройной прыжок τριπλό πήδημα (άλμα)•

    -ая связь τριπλή σύνδεση.

    2. τριπλάσιος•

    в -ом размере στο τριπλάσιο (μέγεθος, διαστάσεις)•

    продавать товар за -ую сумму πουλώ το εμπόρευμα στο τριπλάσιο (σε τριπλάσια τιμή).

    εκφρ.
    - ое правило – (μαθ.) η μέθοδος των τρ ιών.

    Большой русско-греческий словарь > тройной

  • 63 тяжеловесный

    επ. -сен, -сна, -о
    1. πολύ βαρύς•

    тяжеловесный товар βαρύ εμπόρευμα.

    || βαρύ-σωμος•

    тяжеловесный человек βαρύσωμος άνθρωπος.

    || ογκώδης•

    -ое здание ογκώδες κτίριο.

    2. βαρύς•

    -ые шаги βαριά βήματα (πατήματα).

    || άγαρμπος, χοντρός, χοντροκομμένος•

    -ая фраза βαριά φράση (προσβλητική)•

    -ые шутки χοντρά αστεία•

    тяжеловесный слог άγαρμπο ύφος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжеловесный

  • 64 удорожить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удороженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    ακριβαίνω, κάνω πιο ακριβό•

    перевозка гужом -ит товар η μεταφορά φορτίου με κάρο ακριβαίνει το εμπόρευμα.

    ακριβαίνω, γίνομαι πιο ακριβός.

    Большой русско-греческий словарь > удорожить

  • 65 уступить

    -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уступленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. παραχωρώ• αφήνω•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    уступить право παραχωρώ το δικαίωμα•

    уступить территорию παραχωρώ έδαφος.

    2. υποχωρώ, ενδίδω•

    уступить сначала она противилась, но потом -ла στην αρχή αυτή εναντιώνονταν, όμως μετά ενέδοσε•

    силному υποχωρώ μπροστά στον ισχυρό•

    силе, насилию υποχωρώ στη δύναμη, στη βία•

    в споре υποχωρώ στη συζήτηση.

    || υστερώ•

    это ружьё твоему не -ит αυτό το όπλο δεν υστερεί από το δικό σου.

    3. πουλώ•

    уступить товар на полцены πουλώ το εμπόρευμα μισοτιμής.

    Большой русско-греческий словарь > уступить

  • 66 уценённый

    επ. από μτχ.
    υποτιμημένος•

    уценённый товар υποτιμημένο εμπόρευμα•

    уценённый магазин κατάστημα υποτιμημένων ειδών.

    Большой русско-греческий словарь > уценённый

  • 67 цена

    -ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.
    1. τιμή, τίμημα, αξία•

    цена товара η τιμή του εμπορεύματος•

    государственная цена κρατική τιμή•

    цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•

    снижение цен πτώση των τιμών•

    тврдая цена σταθερή τιμή.

    2. εκτίμηση.
    3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•

    спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.

    || -ой χάρη, αντί•

    добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•

    занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.

    || μτφ. σημασία•

    жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•

    какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;

    εκφρ.
    в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•
    этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•
    любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•
    - ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας.

    Большой русско-греческий словарь > цена

  • 68 шубный

    επ.
    1. της γούνας•

    шубный рукав το μανίκι της γούνας.

    || για γούνα•

    -ая овчина προ-βειά για γούνα.

    2. με καλό τρίχωμα• μαλλιαρός•

    -ые овцы μαλλιαρά πρόβατα.

    || γουναρικός, γούνινος•

    -ые изделия τα γουναρικά (είδη)•

    шубный товар εμπόρευμα γουναρικών.

    εκφρ.
    -ое овцеводство. – προβατοκομία για γουναρικά.

    Большой русско-греческий словарь > шубный

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»