-
1 θερμικός
η, ό[ν] тепловой; термический (физ., тех);θερμικ κινητήρας — тепловой двигатель;
θερμική ενέργεια — тепловая энергия;
θερμικός ηλεκτροσταθμός — тепловая электростанция;
θερμική αγωγιμότης — теплопроводность;
θερμική ικανότητα — теплоёмкость;
θερμική μόνωση — термоизоляция;
θερμική επεξεργασία μετάλλων — термическая обработка металлов