Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

такую-то

  • 1 недолго

    недолго
    нареч
    1. λίγο καιρό, σύντομα, συντόμως:
    она жила \недолго δέν Εζησε πολύ καιρό· \недолго ду́мая χωρίς νά πολυ-σκεφθεί, μετά ἀπό σύντομη σκέψη·
    2. (легко) разг:
    в такую погоду \недолго и простудиться μέ τέτοιο καιρό εὐκολα μπορείς νά κρυολογήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > недолго

  • 2 неспособностьый

    неспособность||ый
    прил ἀνίκανος, ἀδέξιος:
    \неспособностьыйый ученик ὁ ἀνίκανος μαθητής· \неспособностьыйый к музыке ὁ ἄμουσος· он не способен на такую низость δέν εἶναι Ικανός γιά τέτοια προσ-τυχιά.

    Русско-новогреческий словарь > неспособностьый

  • 3 больно

    επίρ.
    1. οδυνηρά, αλγεινώς.
    2. (ως κατηγορούμενο) αισθάνομαι πόνο•

    больно мне вздохнуть πονώ όταν ανασαίνω•

    больно мне слушать такую клевету πονώ, όταν ακούω τέτοια συκοφαντία.

    3. επίρ. (απλ.) αρκετά, δυνατά, πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > больно

  • 4 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 5 впору

    επίρ.
    1. ακριβώς (πάνω) στην ώρα, απούντο•

    он пришел впору αυτός ήρθε ακριβώς στην ώρα.

    2. ακριβώς στο μέτρο•

    платье ей впору το φόρεμα της ήρθε ακριβώς στο σώμα της (στο μετρο, κούπα).

    3. είναι δυνατόν, μπορεί μόνο•

    такую порцию впору лишь обжоре есть τέτοια μερίδα φαγητού μόνο ένας φαγάς μπορεί να την καταφέρει, να την φάει.

    Большой русско-греческий словарь > впору

  • 6 выкопать

    ρ.σ. μ
    1. (ξε)σκάβω, εκσκάπτω, ξεχώνω, εξορύσσω•

    выкопать колодец σκάβω (ανοίγω) πηγάδι•

    выкопать яму σκάβω λάκκο•

    выкопать картофель βγάζω την πατάτα.

    2. μτφ. βρίσκω, ξετρυπώνω•

    откуда вы -ли такую певицу? που την ξετρυπώσατε τέτοια τραγουδίστρια;

    ξεχώνομαι, βγαίνω (από τη γη, άμμο, χιόνι).

    Большой русско-греческий словарь > выкопать

  • 7 даль

    -и, προθτ. о дали, в дали θ.
    1. μαρινή έκταση, μακρινό μέρος, το βάθος της έκτασης.
    2. ορίζοντας•

    голубая даль γαλανός ορίζοντας.

    εκφρ.
    такая даль ή такую даль – τόσο μακριά, τόσο μακρινή απόσταση.

    Большой русско-греческий словарь > даль

  • 8 рань

    θ.
    το πολύ πρωί•

    такая (этакая) рань τι τόσο πρωί•

    куда ты такую рань собрался? για που τόσο πολύ πρωί ετοιμάστηκες;•

    этакая, солнце ещё не взошло τόσο πολύ πρωί, ο ήλιος ακόμα δε βγήκε.

    Большой русско-греческий словарь > рань

  • 9 рвань

    θ.
    1. κουρέλι, ράκος•

    ему нельзя было такую рвань надевать αυτός δεν έπρεπε τέτοιο ράκος να ντύσει.

    2. φτωχολογιά, κου-ρελαρια.
    3. αθρσ. τα ξεφτίσματα, απομεινάδια, κουρελόπανα.
    ουδ.
    1. τράβηγμα δυνατό, απότομο.
    2. κουρέλι, ράκος.

    Большой русско-греческий словарь > рвань

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»