-
21 выдержанный
επ. από μτχ.1. εγκρατής, αυτοκυρίαρχος, αυτοσυγκράτητος.2. (για τρόφιμα, υλικά) πολυχρόνιος, πολυχρονισμένος, παλιός•-ое вино παλιό κρασί•
выдержанный табак παλιός καπνός.
-
22 жевательный
επ.μασητικός•-ые мышцы μασητικοί μυώνες•
-ые движения μασητικές κινήσεις•
жевательный табак καπνός για μάσημα•
-ая резина μαστίχα για μάσημα.
-
23 забористый
επ. βρ: -рист, -а, -о.1. οξύς, δριμύς, δραστικός• καυστικός δυνατός•-ое вино δυνατό κρασί•
забористый табак βαρύς! καπνός•
-ая горчица καυστικό σινάπι ή μουστάρδα.
2. μτφ. συναρπαστικός, ελκυστικός. || μτφ. θικτικός, προσβλητικός. -
24 злой
επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.1. κακός•злой человек κακός άνθρωπος•
-е начало κακή αρχή•
злой дух το κακό πνεύμα•
злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•
быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•
злэ.я судьба κακή τύχη•
злой недуг κακιά άρρωστεια•
злое дело κακή πράξη.
2. όλος κακία.3. οργισμένος, αγριεμένος.4. καυτερός, οξύς•-я горчица καυτερό σινάπι•
злой перец καυτερό πιπέρι•
злой табак βαρύς καπνός.
|| μτφ. δηκτικός•злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•
-я карикатура δηκτική γελοιογραφία•
злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.
5. δυνατός, γερός•злой мороз δυνατό κρύο•
-я буря δυνατή θύελλα.
|| μανιώδης•злой рыбак μανιώδης ψαράς.
εκφρ.- ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.). -
25 изжевать
-жую, -жушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. καταμασώ, καστρέφω μασώντας•телннок -ал повшенное на дворе бель το μοσχαράκι κατα-μάσισε όλα τα κρεμασμένα ρούχα στην αυλή.
|| καταναλώνω μασώντας•матрос -ал весь свой табак ο ναύτης μάσισε όλο τον καπνό του.
-
26 крепкий
επ., βρ: -пок-πκό, -πκο.1. γερός, σκληρός•крепкий орех σκληρό καρύδι•
-ое дерево σκληρό ξύλο•
-ая ткань γερό ύφασμα•
организм γερός οργανισμός.
|| στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.2. δυνατός, ισχυρός•крепкий ветер σφοδρός άνεμος•
крепкий мороз δυνατό κρύο.
3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•крепкий кофе βαρύς καφές•
крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•
крепкий уксус δυνατό ξίδι•
крепкий табак βαρύς καπνός•
-ое вино δυνατό κρασί.
εκφρ.- ая дисциплина – γερή πειθαρχία•- ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•-ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•- сон – βαθύς ύπνος•крепок на ухо – ο βαρόκοος. -
27 лёгкий
επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.1. ελαφρός•лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•
лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.
|| εύπεπτος•-ая пища ελαφρά τροφή.
2. άνετος, ελεύθερος•-ая походка ελαφρό βάδισμα.
3. εύκολος•лёгкий урок εύκολο μάθημα•
-ая работа εύκολη δουλειά•
-ие роды εύκολη γέννα.
4. αδύνατος, ασήμαντος•лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•
лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•
лёгкий туман αραιά ομίχλη.
|| λεπτός•-ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.
|| μικρής έντασης, αδύνατος•-сон ελαφρός ύπνος.
|| μη δραστικός•-ое вино ελαφρό κρασί•
лёгкий табак ελαφρός καπνός.
|| ακίνδυνος, μη σοβαρός•-ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.
5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.6. βολικός, καλόβουλος•лёгкий человек βολικός άνθρωπος.
7. μικρός, ευκίνητος•-ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•
-ая кавалерия ελαφρό ιππικό.
εκφρ.-ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•- ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•-ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής). -
28 листовой
επ.1. φυλλώδης.2. σε φύλλα, σε ελάσματα•-ое железо σιδηρόφυλλο•
листовой табак; καπνός σε φύλλα.
-
29 любительский
επ.1. ο από αγάπη γινόμενος.2. ερασιτεχνικός. || για τους φίλους (αγαπώντες)•любительский табак καπνός που τον προτιμούν οι καπνιστες.
-
30 молоть
мелю, мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. молотый, βρ: -лот, -а, -о,επιρ. μτχ. меля;ρ.δ.μ.1. αλέθω, κόβω, τρίβω, κοπανίζω•пшеницу αλέθω σιτάρι•
молоть кофе κόβω καφέ•
табак τρίβω καπνό•
молоть камни σπάζω πέτρες•
мясо κόβω κρέας στην κρεατομηχανή.
2. μτφ. αερολογώ, αεροκοπανίζω.εκφρ.молоть языком – αερολογώ, αεροκοπανίζω•молоть вздор – λέγω ανοησίες ή κουταμάρες.αλέθομαι, τρίβομαι, κόβομαι, κοπανίζομαι. -
31 некрепкий
επ., βρ: -пок, -пка, -пко.1. αδύνατος, εύθραστος, εύσχιστος.2. ασθενικός•некрепкий организм αδύνατος οργανισμός.
3. ελαφρός•некрепкий табак ελαφρός καπνός•
некрепкий кофе ελαφρός καφές•
-ое вино αδύνατο κρασί.
-
32 папиросный
επ.του τσιγάρου, των τσιγάρων, των σιγαρέτων•папиросный дбм ο καπνός των τσιγάρων•
-ая фабрика φάμπρικα σιγαρέτων•
табак καπνός για τσιγάρα•
-ая бумага τσιγαρόχαρτο.
-
33 сажать
ρ.δ.μ.1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;προσγειώνω (αεροπλάνο).2. διορίζω σε θέση.4. βάζω, κλείνω•сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•
сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•
сажать под арест βάζω υπο κράτηση•
сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•
сажать в клетку βάζω στο κλουβί.
|| βάζω (υπό καθεστώς)•на диету βάζω σε δίαιτα.
5. φυτεύω•картофель φυτεύω πατάτα•
сажать табак φυτεύω καπνό.
6. βάζω•сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•
сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.
7. επιφέρω, προξενώ•сажать пятна βάζω λεκέδες•
сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.
|| ράβω•сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.
8. επιθέτω, εξαρτώ•сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.
|| μπήγω• καρφώνω.9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).εκφρ.сажать на яйца – βάζω κλώσσα•сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών. -
34 сердитый
επ., βρ: -дит, -а, -о.1. ευέξαπτος, αψιθυμος, ευόργητος, οργιλος, θυμώδης.2. θυμωμένος, οργισμένος.3. δυνατός, γερός, δραστικός•-ая горчица καυστικό σινάπι•
табак βαρύς καπνός•
сердитый мороз δυνατό (τσουχτερό) κρύο (παγωνιά)•
-ое вино δυνατό (αψύ) κρασί•
4. (απλ.) ζηλωτής, πρόθυμος•под -ую руку πάνω στο θυμό ή στην οργή.
-
35 слабый
επ., βρ: слаб, -а, -о.1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•слабый удар αδύνατο χτύπημα•
слабый голос αδύνατη φωνή•
-ая память αδύνατη μνήμη;•
слабый ветер ασθενής άνεμος•
-ое государство ανίσχυρο κράτος.
2. ασθενικός•-ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•
слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.
|| αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.3. μη ισχυρός•-ая воля αδύνατη βούληση.
|| ελαφρός•слабый табак ελαφρός καπνός•
-ое вино ελαφρό κρασί.
4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•-ые способности μικρές ικανότητες•
-ая надежда μικρή ελπίδα•
-ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•
-ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•
слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.
5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.
6. μικρής ισχύος, μικρός•слабый мотор μικρό μοτέρ•
-ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.
εκφρ.- ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•- ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος. -
36 стать
стать 1стану, станешь ρ.σ.1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•стать у стены στέκομαι στον τοίχο•
стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•
стать в очередь στέκομαι στη σειρά•
стать на пост στέκομαι στο πόστο.
|| σηκώνομαι, εγείρομαι•стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•
стать на колени στέκομαι στα γόνατα.
2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•стать легерем στρατοπεδεύω•
стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.
|| καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.
|| ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.
|| παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•стал ветер σηκώθηκε άνεμος•
стала буря σηκώθηκε θύελλα•
-ли волны σηκώθηκαν κύματα.
|| (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•-ла ночь νύχτωσε•
скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.
5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.
|| παύω•часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•
мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•
стать работу σταματώ τη δουλειά.
|| (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).6. (απλ.) στοιχίζω.εκφρ.стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•стать на квартиру к кому – βλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•стать на путь – βλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•стать у власти – παίρνω την εξουσία.стать 2стану, станешь ρ.σ.1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•я стал писать άρχισα να γράφω•
он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.
2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•я не стану слушать δε θαυπακούω.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.
5. παλ. αρκώ, φτάνω•табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.
εκφρ.стало быть – κ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•- ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).стать 3-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,εκφρ.под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα. -
37 томить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томленный, βρ: -лен, -лена, -леюρ.δ.μ.1. καταπονώ, λιώνω, βασανίζω•томить работой κατεξαντλώ στη δουλειά•
томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή•
бессонница -ит η αϋπνία με κατατρύχει.
2. μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο).3. λιώνω το μαντέμι. || διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες•томить табак διατηρώ καλά τον καπνό.
1. καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή.2. μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό).3. διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες. -
38 трубочный
επ.1. του σωλήνα, των σωλήνων. || σωληνωτός• σωληνοειδής, σωληνώδης. || με σωλήνα•трубочный полив хлопка πότισμα του βαμπακιού με σωλήνες.
2. του τσιμπουκιού•трубочный табак καπνός για τσιμπούκι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Табак — обыкновенный ( … Википедия
ТАБАК — муж. растенье Nicotina tabacum, у раскольников: поганое, блудное, антихристово, сатанинское зелье. Нюхательный табак, молотый; курительный, крошеный. Папуша табаку, связочка. Тютюн, самый простой; бакун, махорка, разбор получше. Зеленчак,… … Толковый словарь Даля
ТАБАК — ТАБАК, табака, муж. (исп. tabaco). 1. (мн. спец.). Травянистое растение из сем. пасленовых с крупными листьями. Сушка табака. Папуша табаку. План уборки табаков. 2. только ед. Высушенные и мелко изрезанные или растертые листья этого растения,… … Толковый словарь Ушакова
табак — в табак стереть, пропасть ни за нюх табаку, пропасть ни за понюшку табаку, пропасть ни за щепотку табаку.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. табак табачишко, вакштаф, косяк … Словарь синонимов
ТАБАК — (от имени провинции того же имени в Сан Доминго). Травянистое ароматическое растение, семейства пасленовых. Сушеные листья его, приготовленные для курения. Словарь иностранных слов, вошедших в состав русского языка. Чудинов А.Н., 1910. ТАБАК нем … Словарь иностранных слов русского языка
ТАБАК — род одно и многолетних трав и кустарников семейства пасленовых. 66 видов. Выращивают табак настоящий и махорку в основном в азиатских странах, США, Болгарии и др.; в России в южных районах. В сухих листьях табака настоящего 1 3,7% никотина, 0,1 1 … Большой Энциклопедический словарь
ТАБАК — (Nicotiana), двудольное растение, сем. пасленовых, происходит из тропической Америки, насчитывает до 40 видов; наиболее распространены: обыкновенный Т. (Nicotiana tabacum), куда относится виргинский Т., и разновидность его мерилендский; более… … Большая медицинская энциклопедия
ТАБАК — ТАБАК, род одно и многолетних трав и кустарников (семейство пасленовые). 66 видов. Выращивают табак настоящий (курительный) в азиатских странах, США, Болгарии и др.; в России в Краснодарском крае (небольшие площади). В сухих листьях никотин,… … Современная энциклопедия
ТАБАК — ТАБАК, а ( у), муж. 1. Травянистое и кустарниковое растение сем. паслёновых, обычно с крупными листьями. Сушка табака. 2. Содержащие никотин высушенные и изрезанные или растёртые листья этого растения. Курительный, нюхательный, жевательный т. И… … Толковый словарь Ожегова
ТАБАК — (Nicotiana), род однолетних или многолетних трав, редко кустарников сем. паслёновых. Листья очередные, цельные, нередко железистоопушённые. Цветки обоеполые, 5 членные, в метёлках; опыление насекомыми, иногда колибри. Плод коробочка с многочисл.… … Биологический энциклопедический словарь
табак — Растение рода Nicotiana, семейства пасленовых, вида Nicotiana tabacum, возделываемое с целью получения сырья для табачной промышленности. [ГОСТ Р 52463 2005] Тематики табак и табачные изделия … Справочник технического переводчика