Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

табак+төбе

  • 21 выдержанный

    επ. από μτχ.
    1. εγκρατής, αυτοκυρίαρχος, αυτοσυγκράτητος.
    2. (για τρόφιμα, υλικά) πολυχρόνιος, πολυχρονισμένος, παλιός•

    -ое вино παλιό κρασί•

    выдержанный табак παλιός καπνός.

    Большой русско-греческий словарь > выдержанный

  • 22 жевательный

    επ.
    μασητικός•

    -ые мышцы μασητικοί μυώνες•

    -ые движения μασητικές κινήσεις•

    жевательный табак καπνός για μάσημα•

    -ая резина μαστίχα για μάσημα.

    Большой русско-греческий словарь > жевательный

  • 23 забористый

    επ. βρ: -рист, -а, -о.
    1. οξύς, δριμύς, δραστικός• καυστικός δυνατός•

    -ое вино δυνατό κρασί•

    забористый табак βαρύς! καπνός•

    -ая горчица καυστικό σινάπι ή μουστάρδα.

    2. μτφ. συναρπαστικός, ελκυστικός. || μτφ. θικτικός, προσβλητικός.

    Большой русско-греческий словарь > забористый

  • 24 злой

    επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.
    1. κακός•

    злой человек κακός άνθρωπος•

    -е начало κακή αρχή•

    злой дух το κακό πνεύμα•

    злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•

    быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•

    злэ.я судьба κακή τύχη•

    злой недуг κακιά άρρωστεια•

    злое дело κακή πράξη.

    2. όλος κακία.
    3. οργισμένος, αγριεμένος.
    4. καυτερός, οξύς•

    -я горчица καυτερό σινάπι•

    злой перец καυτερό πιπέρι•

    злой табак βαρύς καπνός.

    || μτφ. δηκτικός•

    злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•

    -я карикатура δηκτική γελοιογραφία•

    злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.

    5. δυνατός, γερός•

    злой мороз δυνατό κρύο•

    -я буря δυνατή θύελλα.

    || μανιώδης•

    злой рыбак μανιώδης ψαράς.

    εκφρ.
    - ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > злой

  • 25 изжевать

    -жую, -жушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. καταμασώ, καστρέφω μασώντας•

    телннок -ал повшенное на дворе бель το μοσχαράκι κατα-μάσισε όλα τα κρεμασμένα ρούχα στην αυλή.

    || καταναλώνω μασώντας•

    матрос -ал весь свой табак ο ναύτης μάσισε όλο τον καπνό του.

    Большой русско-греческий словарь > изжевать

  • 26 крепкий

    επ., βρ: -пок
    -πκό, -πκο.
    1. γερός, σκληρός•

    крепкий орех σκληρό καρύδι•

    -ое дерево σκληρό ξύλο•

    -ая ткань γερό ύφασμα•

    организм γερός οργανισμός.

    || στερεός, στέρ-γιος, σταθερός, ακούνητος. || μτφ. σίγουρος• πιστός.
    2. δυνατός, ισχυρός•

    крепкий ветер σφοδρός άνεμος•

    крепкий мороз δυνατό κρύο.

    3. πηχτός, μεγάλης ποσότητας ή περιεκτικότητας•

    крепкий кофе βαρύς καφές•

    крепкий раствор ισχυρό διάλυμα•

    крепкий уксус δυνατό ξίδι•

    крепкий табак βαρύς καπνός•

    -ое вино δυνατό κρασί.

    εκφρ.
    - ая дисциплина – γερή πειθαρχία•
    - ие напитки – οινοπνευματώδη ποτά•
    -ое слово ή словцо – υβριστική λέξη•
    - сон – βαθύς ύπνος•
    крепок на ухо – ο βαρόκοος.

    Большой русско-греческий словарь > крепкий

  • 27 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 28 листовой

    επ.
    1. φυλλώδης.
    2. σε φύλλα, σε ελάσματα•

    -ое железо σιδηρόφυλλο•

    листовой табак; καπνός σε φύλλα.

    Большой русско-греческий словарь > листовой

  • 29 любительский

    επ.
    1. ο από αγάπη γινόμενος.
    2. ερασιτεχνικός. || για τους φίλους (αγαπώντες)•

    любительский табак καπνός που τον προτιμούν οι καπνιστες.

    Большой русско-греческий словарь > любительский

  • 30 молоть

    мелю, мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. молотый, βρ: -лот, -а, -о,
    επιρ. μτχ. меля;
    ρ.δ.μ.
    1. αλέθω, κόβω, τρίβω, κοπανίζω•

    пшеницу αλέθω σιτάρι•

    молоть кофе κόβω καφέ•

    табак τρίβω καπνό•

    молоть камни σπάζω πέτρες•

    мясо κόβω κρέας στην κρεατομηχανή.

    2. μτφ. αερολογώ, αεροκοπανίζω.
    εκφρ.
    молоть языком – αερολογώ, αεροκοπανίζω•
    молоть вздор – λέγω ανοησίες ή κουταμάρες.
    αλέθομαι, τρίβομαι, κόβομαι, κοπανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > молоть

  • 31 некрепкий

    επ., βρ: -пок, -пка, -пко.
    1. αδύνατος, εύθραστος, εύσχιστος.
    2. ασθενικός•

    некрепкий организм αδύνατος οργανισμός.

    3. ελαφρός•

    некрепкий табак ελαφρός καπνός•

    некрепкий кофе ελαφρός καφές•

    -ое вино αδύνατο κρασί.

    Большой русско-греческий словарь > некрепкий

  • 32 папиросный

    επ.
    του τσιγάρου, των τσιγάρων, των σιγαρέτων•

    папиросный дбм ο καπνός των τσιγάρων•

    -ая фабрика φάμπρικα σιγαρέτων•

    табак καπνός για τσιγάρα•

    -ая бумага τσιγαρόχαρτο.

    Большой русско-греческий словарь > папиросный

  • 33 сажать

    ρ.δ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;
    προσγειώνω (αεροπλάνο).
    2. διορίζω σε θέση.
    4. βάζω, κλείνω•

    сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•

    сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•

    сажать под арест βάζω υπο κράτηση•

    сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•

    сажать в клетку βάζω στο κλουβί.

    || βάζω (υπό καθεστώς)•

    на диету βάζω σε δίαιτα.

    5. φυτεύω•

    картофель φυτεύω πατάτα•

    сажать табак φυτεύω καπνό.

    6. βάζω•

    сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•

    сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.

    7. επιφέρω, προξενώ•

    сажать пятна βάζω λεκέδες•

    сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.

    || ράβω•

    сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    8. επιθέτω, εξαρτώ•

    сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.

    || μπήγω• καρφώνω.
    9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.
    10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).
    εκφρ.
    сажать на яйца – βάζω κλώσσα•
    сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.
    κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών.

    Большой русско-греческий словарь > сажать

  • 34 сердитый

    επ., βρ: -дит, -а, -о.
    1. ευέξαπτος, αψιθυμος, ευόργητος, οργιλος, θυμώδης.
    2. θυμωμένος, οργισμένος.
    3. δυνατός, γερός, δραστικός•

    -ая горчица καυστικό σινάπι•

    табак βαρύς καπνός•

    сердитый мороз δυνατό (τσουχτερό) κρύο (παγωνιά)•

    -ое вино δυνατό (αψύ) κρασί•

    4. (απλ.) ζηλωτής, πρόθυμος•

    под -ую руку πάνω στο θυμό ή στην οργή.

    Большой русско-греческий словарь > сердитый

  • 35 слабый

    επ., βρ: слаб, -а, -о.
    1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•

    слабый удар αδύνατο χτύπημα•

    слабый голос αδύνατη φωνή•

    -ая память αδύνατη μνήμη;•

    слабый ветер ασθενής άνεμος•

    -ое государство ανίσχυρο κράτος.

    2. ασθενικός•

    -ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•

    слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.

    || αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.
    3. μη ισχυρός•

    -ая воля αδύνατη βούληση.

    || ελαφρός•

    слабый табак ελαφρός καπνός•

    -ое вино ελαφρό κρασί.

    4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•

    -ые способности μικρές ικανότητες•

    -ая надежда μικρή ελπίδα•

    -ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•

    -ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•

    слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.

    5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•

    он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.

    6. μικρής ισχύος, μικρός•

    слабый мотор μικρό μοτέρ•

    -ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.

    εκφρ.
    - ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•
    - ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•
    слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος.

    Большой русско-греческий словарь > слабый

  • 36 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 37 томить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. томленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.δ.μ.
    1. καταπονώ, λιώνω, βασανίζω•

    томить работой κατεξαντλώ στη δουλειά•

    томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή•

    бессонница -ит η αϋπνία με κατατρύχει.

    2. μαγειρεύω πνικτό (στον) ατμό (σε κλειστό δοχείο).
    3. λιώνω το μαντέμι. || διατηρώ σε κατάλληλες συνθήκες•

    томить табак διατηρώ καλά τον καπνό.

    1. καταπονούμαι, βασανίζομαι, λιώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. томить в тюрьме λιώνω στη φυλακή.
    2. μαγειρεύομαι σε κλειστό δοχείο (με τον ατμό).
    3. διατηρούμαι σε κατάλληλες συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > томить

  • 38 трубочный

    επ.
    1. του σωλήνα, των σωλήνων. || σωληνωτός• σωληνοειδής, σωληνώδης. || με σωλήνα•

    трубочный полив хлопка πότισμα του βαμπακιού με σωλήνες.

    2. του τσιμπουκιού•

    трубочный табак καπνός για τσιμπούκι.

    Большой русско-греческий словарь > трубочный

См. также в других словарях:

  • Табак — обыкновенный ( …   Википедия

  • ТАБАК — муж. растенье Nicotina tabacum, у раскольников: поганое, блудное, антихристово, сатанинское зелье. Нюхательный табак, молотый; курительный, крошеный. Папуша табаку, связочка. Тютюн, самый простой; бакун, махорка, разбор получше. Зеленчак,… …   Толковый словарь Даля

  • ТАБАК — ТАБАК, табака, муж. (исп. tabaco). 1. (мн. спец.). Травянистое растение из сем. пасленовых с крупными листьями. Сушка табака. Папуша табаку. План уборки табаков. 2. только ед. Высушенные и мелко изрезанные или растертые листья этого растения,… …   Толковый словарь Ушакова

  • табак — в табак стереть, пропасть ни за нюх табаку, пропасть ни за понюшку табаку, пропасть ни за щепотку табаку.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. табак табачишко, вакштаф, косяк …   Словарь синонимов

  • ТАБАК — (от имени провинции того же имени в Сан Доминго). Травянистое ароматическое растение, семейства пасленовых. Сушеные листья его, приготовленные для курения. Словарь иностранных слов, вошедших в состав русского языка. Чудинов А.Н., 1910. ТАБАК нем …   Словарь иностранных слов русского языка

  • ТАБАК — род одно и многолетних трав и кустарников семейства пасленовых. 66 видов. Выращивают табак настоящий и махорку в основном в азиатских странах, США, Болгарии и др.; в России в южных районах. В сухих листьях табака настоящего 1 3,7% никотина, 0,1 1 …   Большой Энциклопедический словарь

  • ТАБАК — (Nicotiana), двудольное растение, сем. пасленовых, происходит из тропической Америки, насчитывает до 40 видов; наиболее распространены: обыкновенный Т. (Nicotiana tabacum), куда относится виргинский Т., и разновидность его мерилендский; более… …   Большая медицинская энциклопедия

  • ТАБАК — ТАБАК, род одно и многолетних трав и кустарников (семейство пасленовые). 66 видов. Выращивают табак настоящий (курительный) в азиатских странах, США, Болгарии и др.; в России в Краснодарском крае (небольшие площади). В сухих листьях никотин,… …   Современная энциклопедия

  • ТАБАК — ТАБАК, а ( у), муж. 1. Травянистое и кустарниковое растение сем. паслёновых, обычно с крупными листьями. Сушка табака. 2. Содержащие никотин высушенные и изрезанные или растёртые листья этого растения. Курительный, нюхательный, жевательный т. И… …   Толковый словарь Ожегова

  • ТАБАК — (Nicotiana), род однолетних или многолетних трав, редко кустарников сем. паслёновых. Листья очередные, цельные, нередко железистоопушённые. Цветки обоеполые, 5 членные, в метёлках; опыление насекомыми, иногда колибри. Плод коробочка с многочисл.… …   Биологический энциклопедический словарь

  • табак — Растение рода Nicotiana, семейства пасленовых, вида Nicotiana tabacum, возделываемое с целью получения сырья для табачной промышленности. [ГОСТ Р 52463 2005] Тематики табак и табачные изделия …   Справочник технического переводчика

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»