-
1 думать
ρ.δ.1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•
ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•
тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•
и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.
2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•
не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•
что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;
|| εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.
4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•-ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•
он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.
εκφρ.и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•не думано – απρόοπτα•я -ю! – και βέβαια! εννοείται!μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•
всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.
-
2 возражать
возражать см. возразить; если не -ете αν δεν έχετε αντίρρηση* * *см. возразитье́сли не возража́ете — αν δεν έχετε αντίρρηση
-
3 поживать
ρ.δ. ζω, περνώ• έχω, είμαι•как -ете? πως (τα) περνάτε;•
каково -ете? πως είστε; πως έχετε;
εκφρ.жить— – ζω, διαβιώ. -
4 бывать
бывать 1) (находиться) βρίσκομαι, είμαι 2) (посещать) συχνάζω, επισκέπτο μαι· вы часто \быватьете в театре? πηγαίνετε συχνά στο θέα τρο; 3) безл.: \быватьет συμβαί νει, τυχαίνει* * *1) ( находиться) βρίσκομαι, είμαι2) ( посещать) συχνάζω, επισκέπτομαιвы часто быва́ете в теа́тре? — πηγαίνετε συχνά στο θέατρο
3) безл.быва́ет — συμβαίνει, τυχαίνει
-
5 владеть
владеть 1) κατέχω 2) (ка ким-л. языком) ξέρω· κατέχω' я \владетью греческим языком ξέρω ελληνικά· каким языком вы \владетьете? ποια γλώσσα μιλάτε;* * *1) κατέχω2) (каким-л. языком) ξέρω; κατέχωя владе́ю гре́ческим языко́м — ξέρω ελληνικά
каки́м языко́м вы владе́ете? — ποια γλώσσα μιλάτε
-
6 знать
знать ξέρω, γνωρίζω дать \знать γνωστοποιώ, ειδοποιώ я знаю, что... ξέρω ότι... знаете ли вы русский (греческий) язык? ξέρετε ρωσικά (ελληνικά); я его не знаю δεν τον ξέρω мы знаем друг друга γνωριζόμαστε* * *ξέρω, γνωρίζωдать знать — γνωστοποιώ, ειδοποιώ
я зна́ю, что... — ξέρω ότι…
зна́ете ли вы ру́сский (гре́ческий) язы́к? — ξέρετε ρωσικά (ελληνικά)
я его́ не зна́ю — δεν τον ξέρω
мы зна́ем друг дру́га — γνωριζόμαστε
-
7 как
как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...* * *1.( вопрос) πώςкак вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε
как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε
как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος
2. союзкак пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...
όπως, σανкак хоти́те — όπως θέλετε
как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά
••в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που
как то́лько — μόλις
как бы то ни́ было — όπως και να' ναι
как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)
как раз — ακριβώς, ίσα ίσα
как раз во́время — ακριβώς στην ώρα
как когда́ — εξαρτάται
как изве́стно... — όπως είναι γνωστό
-
8 какой
какой ποιος \какоййм образом? πώς; με ποιο τρόπο; \какой прекрасный голос! τι ωραία φωνή! \какойую книгу вы мне рекомендуете? ποιο βιβλίο μου συνιστάτε;* * *каки́м о́бразом? — πώς; με ποιο τρόπο
како́й прекра́сный го́лос! — τι ωραία φωνή!
каку́ю кни́гу вы мне рекоменду́ете? — ποιο βιβλίο μου συνιστάτε
-
9 кто
кто (кого, кому, кем, о ком) ποιος* -это? ποιος είναι αυτός; \кто это сказал? ποιος το είπε; кого ещё нет? ποιος λείπει; кому принадлежит эта книга? ποιανού είναι (или σε ποιον ανήκει) αυτό το βιβλίο; кому вы пишете? σε ποιον γράφετε; кого вы имеете в виду? ποιον εννοείτε; ποιον έχετε υπόψη σας; кем вы работаете? τι δουλειά κάνετε; ο ком вы говорите? για ποιον μιλάτε;* * *(кого, кому, кем, о ком)кто э́то? — ποιος είναι αυτός
кто э́то сказа́л? — ποιος το είπε
кого́ ещё нет? — ποιος λείπει
кому́ принадлежи́т э́та кни́га? — ποιανού είναι ( или σε ποιον ανήκει) αυτό το βιβλίο
кому́ вы пи́шете? — σε ποιον γράφετε
кого́ вы име́ете в виду́? — τι δουλειά κάνετε
о ком вы говори́те? — ποιον εννοείτε; ποιον έχετε υπόψη σας
кем вы рабо́таете? — για ποιον μιλάτε
-
10 откуда
откуда από πού· \откуда вы? από πού είσαστε; \откуда вы это знаете? πώς το ξέρετε; Από πού το ξέρετε;* * *отку́да вы? — από πού είσαστε
отку́да вы э́то зна́ете? — πώς το ξέρετε; από πού το ξέρετε
-
11 поживать
-
12 намекать
намекатьнесов, намекнуть сов κάνω ὑπαινιγμό, ὑπαινίσσομαι:на что вы наме-ка́ете? τί θέλετε νά πείτε; -
13 знать
знать 1ρ.δ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•-намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•
знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.
2. γνωρίζω, ξέρω•знать жизнь ξέρω τη ζωή•
знать математику ξέρω μαθηματικά•
знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•
русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.
|| μπορώ, δύναμαι•теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.
3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•
лично γνωρίζω προσωπικά.
|| ξεχωρίζω από τους άλλους•собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.
4. καταλαβαίνω, εννοώ•я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.
5. δοκιμάζω•он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.
6. ξέρεις, ξέρετε•я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.
εκφρ.знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•знать толк в чём; знать прок в чём – παλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•граммоте – παλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•не знать женщин – είμαι παρθένος•не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...- ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•как -ешь – όπως θέλεις•кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•по наслышке знать – εχω ακουστά•я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•- ет кошка чьё мясо сьла – παρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.знать 2όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.
знать 3-и θ.αριστοκρατία. -
14 обступать
-ет, -ем, -етеρ.δ.βλ. обступить. -
15 переколеть
-ет, -ем, -етеρ.σ. (απλ.) ψοφώ (για όλα, πολλά). -
16 подразумевать
ρ.δ.μ. υπονοώ, εννοώ, έχω στο νου μου•что вы -ете под этим словом?τι εννοείτε μ αυτή τη λέξη;
εννοούμαι, εξυπακούομαι•это -ется само собой αυτό εννοείται αφ εαυτού (οίκοθεν), εξυπακούεται.
-
17 поиметь
ρ.σ.μ.(απλ.) έχω•-ете совесть έχετε λίγο συνείδηση.
εκφρ.поиметь в виду – α) σκέπτομαι, βάζω στο νου. β) έχω υπόψη. -
18 понимать
ρ.δ.1. βλ. понять.2. εννοώ, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα, αντιλαμβάνομαι•я не -аю по-немецки δεν καταλαβαίνω γερμανικά•
вы меня -ете? με καταλαβαίνετε;•
я вас хорошо -аю σας καταλαβαίνω καλά•
он ничего не -ает αυτός τίποτε δεν καταλαβαίνει.
εκφρ.-аешь, -аете ή -аешь ли, -аете ли – (ως παρνθ. λ.) καταλαβαίνεις, -ετε•я-аешь ли, опоздал – καταλαβαίνεις, άργησα•вот это я и понимаю – αυτό μάλιστα το καταλαβαίνω (είναι καλό, όπως πρέπει).εννοούμαι, γίνομαι αντιληπτός κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 путать
ρ.δ.μ.1. μπερδεύω, ανακατεύω•волосы μπερδεύω τα μαλλιά•
путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.
|| συγχύζω, κάνω σύγχυση•-счт μπερδεύω το λογαριασμό•
я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•
я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.
2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).
|| πεδικλώνω.εκφρ.путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.2. επεμβαίνω.3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση). -
20 разговаривать
ρ.δ.1. συνομιλώ, κουβεντιάζω• μιλώ•разговаривать по-русски μιλώ ρωσικά.• со-сди -ли до поздней ночи οι γείτονες κουβέντιαζαν ως αργά τη νύχτα•
работай, некогда разговаривать δούλευε, δεν είναι καιρός για κουβέντα•
с ним никто не -ет μ αυτόν κανένας δε μιλά•
мы -ем о музыке, о литературе, об исскустве μιλούμε για τη μουσική, τα Γράμματα, την Τέχνη•
разговаривать с самим собою μονολογώ, μιλώ με τον εαυτό μου•
не стоит и разговаривать δεν αξίζει να γίνεται κουβέντα•
не -ете с таким тоном μη μιλάτε με τέτοιο τόνο•
довольно -! φτάνει το κουβεντολόι!
2. βλ. разговорить.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
җете — I. с. 1. Яхшы күрә торган, үткен күзләрем ул хәтле җете түгел. рәв. Яхшы, ачык итеп (күрү, ишетү тур.) җете күрү. рәв. Аңлы, аек рәвештә, зур игътибар белән, сизгер (карау, күзәтү тур.) тирә юньгә җетерәк карыйк 2. күч. Үткен, көчле җете нурлар.… … Татар теленең аңлатмалы сүзлеге
ИСПОЛЛА ЕТЕ ДЕСПОТА — (греч., eis polla ete dcspota). На многие лета, владыко! Приветствие архиерею. Словарь иностранных слов, вошедших в состав русского языка. Чудинов А.Н., 1910 … Словарь иностранных слов русского языка
глас э (а ете) ронпю — * la glace est (a été) rompue. Лед сломан. Употр. в знач.: сделан первый шаг по пути к устранению неловкости в отношениях между кем либо, по пути установления нормальных отношений и т. п. Возвратившись домой после заката солнца к вечернему чаю,… … Исторический словарь галлицизмов русского языка
гро д'ете — gros d été. Летний гро. Шелковая материя. Вавилов 1856. Наряд лоншанского гуляния стружковая шляпка реденгот из гро д эте, убраный атласными руладками и розетками. МТ 1826 8 80. Рединготы из фонтанжа, fontange, встречались очень часто на больших… … Исторический словарь галлицизмов русского языка
дра д' ете — * drap d été. Летний драп. В 4 ом ящике сверху. Кафтан, камзол и одни штаны старые дикого драдете с искрами подкладка тафтяная двуличневая пуговицы серебряные. 1777. Каганович Лосенко 281.Длинный редингот из легкого сукна сделан из 6 аршин drap d … Исторический словарь галлицизмов русского языка
кетігіне тап ете түсу — (Сем., Абай) ыңғайы келе кету, реті болу. Айтқан жұмысың к е т і г і н е т а п е т е т ү с т і (Сем., Абай) … Қазақ тілінің аймақтық сөздігі
сақ ете қалу — (Қост., Жанг.) кездесу, жолығысу. Қалаға енді жүрейін деп тұрғанда 10 15 адам с а қ е т е қ а л д ы (Қост., Жанг.) … Қазақ тілінің аймақтық сөздігі
кармин — Җете кызыл буяу … Татар теленең аңлатмалы сүзлеге
Етель — іменник жіночого роду, істота ім я … Орфографічний словник української мови
етер — іменник чоловічого роду ефір … Орфографічний словник української мови
разумѣти — Разуметь разумѣти (1) 1. Понимать (понять); догадываться (догадаться): Комонь въ полуночи Овлуръ свисну за рѣкою; велить князю разумѣти: князю Игорю не быть! 40. Почьто бесѣды моея не разумѣете, яко не можете слышати словесе моего. Остр. ев., 32… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"