-
1 στερεοσκοπικός
η, ό[ν] стереоскопический;στερεοσκοπικός κινηματόγραφος — стереокино
-
2 στερεοσκοπικός
[сгэрэоскопикос]εκ. стереоскопический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στερεοσκοπικός
-
3 στερεοσκοπικός
[сгэрэоскопикос] επ стереоскопический.