-
41 лепить
леплю, лепишьρ.δ.1. μ. πλάθω, φορμάρω•лепить бюст πλάθω προτομή.
2. φτιάχνω, κάνω•пчёлы -ят соты из воска οι μέλισσες κάνουν τις κηρήθρες από κηρί•
ласточки -ят гнезда из глины τα χελιδόνια φτιάχνουν τις φωλές από γλίνα (λάσπη).
3. κολλώ•лепить марки κολλώ ένσημα.
|| μτφ. τοποθετώ πλ.ησιέστατα, στριμώχνω.4. επικάθομαι•снег -ил в лицо το χιόνι κόλλησε στο πρόσωπο.
1. πλάθομαι.2. κολλώ είμαι κολλημένος.3. αργοβαδίζω, αργοκινούμαι•лепить как рак προχωρώ με βήματα χελώνας.
-
42 мелкий
επ., βρ: мелок, мелка, мелко; мельче, мельчайший.1. λεπτός, λεπτόκοκκος, ψιλός, ψιλόκοκκος•мелкий песок ψιλός άμμος•
мелкий дождь ψιλή βροχή•
мелкий снег κοκκορόχιονο;
μικρός, ολιγάριθμος•-ие группы μικρές ομάδες.
2. μικρού μεγέθους•-ая рыба μικρό ψάρι•
-ие орехи μικρά καρύδια•
-ие кусочки μικρά κομματάκια•
-ие морщины μικρές ρυτίδες•
мелкий собственник μικροϊδιοκτήτης•
-ая буржуазия η μικρή αστική τάξη•
мелкий мещанин μικροαστός•
мелкий служащий δημόσιος μικρουπάλληλος•
-ие роли μικροί (δευτερεύοντες) ρόλοι•
мелкий рогатый скот τα λιανά ζώα (τα γιδοπρόβατα)•мелкий
мелкий торговля το μικρεμπόριο.3. αβαθής, ρηχός•-ая река άβαθο ποτάμι•
-ая тарелка ρηχό πιάτο.
εκφρ.- ие деньги – τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα•- ая сошка – ασήμαντος άνθρωπος, ανθρωπάριο. -
43 напророчить
ρ.σ.μ.1. βλ. пророчить.2. προβλέπω, προμαντεύω•он точно -ил снег αυτός με ακρίβεια πρόβλεψε χιόνι.
-
44 настовый
επ.1. παγωμένος (στην επιφάνεια)•настовый снег παγωμένο χιόνι.
2. χιονοπαγωμένος•-ая дорога χιονοπαγωμένος δρόμος.
-
45 обильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. άφθονος, μπόλικος, πολύς•обильный снег μπόλικο χιόνι•
обильный дождь άφθονη βροχή.
|| πλούσιος, υπεραρκετός•обильный обед πλούσιο γεύμα•
обильный урожай πλούσια σοδειά.
2. πλήρης, γεμάτος•сегодняшний день был -ен событиями η σημερινή μέρα ήταν γεμάτη γεγονότα.
-
46 обить
обобью, обобьшь, προστκ. обейρ.σ.μ.1. τινάζω χτυπώντας•обить снег τινάζω το χιόνι•
обить яблоки с яблони τινάζω τα μήλα από τη μηλιά.
2. φθείρω, χαλώ τις άκρες (με κρούσεις, χτυπήματα)•обить края брюк χαλώ το ρεβέρ του παντελονιού.
|| βλάπτω, προξενώ πόνο με τα χτυπήματα•не стучите много, руки обобьте μη χτυπάτε πολύ, θα σας πονέσουν τα χέρια.
3. καλύπτω, σκεπάζω, ντύνω καρφώνοντας• επιστρώνω ταπετσάρω.εκφρ.обить все пороги – χτυπώ όλες τις πόρτες, πηγαίνω παντού.(για άκρες) φθείρομαι, χαλνώ τρίβομαι•рукава -лись τα μανίκια τρίφτηκαν.
|| πέφτω, τρίβομαι•штукатура -лась ο σοβάς έπεσε.
-
47 обколотить
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обколоченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. (απλ.)1. τινάζω χτυπώντας•обколотить снег τινάζω το χιόνι.
2. φθείρω, χαλώ τις άκρες με τα χτυπήματα.φθείρομαι, χαλώ, τρώγομαι στις άκρες• σπάζω στις άκρες. -
48 откидать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откиданный, βρ: -дан, -а, -оρίχνω, πετώ•снег πετώ το χιόνι.
-
49 отмести
-ету, -етшь, παρλθ. χρ. отмёл, -мела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. отмтший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отметённый, βρ: -тён, -тена, -тено, επιρ. μτχ. отметяρ.σ.μ.1. σαρώνω, ακρίζω, αναμερίζω• σκουπίζω, καθαρίζω•снег от крыльца καθαρίζω το ξώστεγο από το χιόνι•
отмести сор от печки καθαρίζω τη θερμάστρα από τα σκουπίδια.
2. μτφ. απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ (ρίχνω) στο σκουπιδοτενεκέ. -
50 отряхнуть
-ну, -ншьρ.σ.μ.σείω, τινάζω•отряхнуть пыль τινάζω τη σκόνη•
отряхнуть снег от во--ротника τινάζω το χιόνι από το γιακά•
отряхнуть пепел с сигары τινάζω τη στάχτη από το πούρο.
εκφρ.отряхнуть прах от своих ног – κόβω κάθε δεσμό, σχέση.τινάζομαι•-итесь от снега τιναχτήτε από το χιόνι•
-итесь от пыли ξεσκονιστήτε•
собака -лась το σκυλί τινάχτηκε.
-
51 падать
ρ.δ.1. πέφτω•падать на змлю πέφτω στη γη•
падать с лошади πέφτω από το άλογο.
|| κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•-ет туман πέφτει ομίχλη•
выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•
зубк -ют τα δόντια πέφτουν•
ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.
|| επιρρίπτομαι•тень -ет πέφτει σκιά•
свет -ет πέφτει φως.
|| ρίχνομαι•падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
-на колени πέφτω στα γόνατα.
|| γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.2. ρίχνω•-ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.
3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•-ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.
4. μτφ. υποπίπτω•на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.
5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•
давление -ет η πίεση ελαττώνεται•
цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•
авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.
6. ξεπέφτω ηθικά.7. χάνω τη σημασία, την αξία•падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.
8. ψοφώ.9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).εκφρ.падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου. -
52 перемежать
ρ.δ.μ.εναλλάσσω• παρεμβάλλω• ανακατώνω•перемежать работу с отдыхом εναλλάσσω τη δουλειά με την ανάπαυση•
в своей речи он -ал греческие слова со иностранными μιλώντας ελληνικά, έβαζε και ξένες λέξεις.
1. εναλλάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. снег -лся с градом το χιόνι εναλλάσσονταν με το χαλάζι.2. παλ. σταματώ, παύω. -
53 пробросать
ρ.σ.μ.1. ρίχνω•пробросать все камни в воду ρίχνω όλες τις πέτρες στο νερό.
|| εξαντλώ•пробросать все карты в ходе игры ρίχνω όλα τα χαρτιά (ατού) στο παιγνίδι.
2. ρίχνω (για ένα χρον. διάστημα)•пробросать целый день снег с крыши πετώ όλη τη μέρα το χιόνι από τη στέγη.
1. ρίχνω• αλληλορίχνω.2. μτφ. αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω. -
54 прогрести
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогребённый, βρ: -бн, -бена, -беноκαθαρίζω• πετώ•прогрести снег на дорожке εκχιονίζω το δρομάκι.
βλ. грести (για ένα χρονικό διάστημα). -
55 пройти
пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдяρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•
пройти вперёд περνώ μπροστά.
|| διανύω, διασχίζω, διατρέχω•пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).
|| μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.
|| διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•-шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•
-шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).
|| μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.
2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.
3. πέφτω, ρίχνω•-шёл град έπεσε χαλάζι•
-шёл дождь έβρεξε•
-шёл снег χιόνισε.
|| διαπερνώ, διαποτίζω•чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..
διεξάγομαι, γίνομαι•собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.
|| προχωρώ, προβαίνω•пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.
|| δουλεύω, φτιάχνω•пройти грядку φτιάχνω βραγιά.
4. διέρχομαι, γίνομαι•здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.
5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.6. αλείφω•пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•
пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.
7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.
8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•-шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.
|| τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.
9. εκπληρώνω•военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•
пройти практику περνώ την πρακτική•
пройти курс лечения κάνω θεραπεία.
|| τελειώνω•пройти школу περνώ το σχολείο.
10. μαθαίνω, διδάσκομαι•пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•
пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.
11. σταματώ, παύω•дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.
|| δεν υποφέρω•зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.
εκφρ.пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•это не -дт – αυτό δε θα περάσει.1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.2. χορεύω•пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•
пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.
3. περνώ πάνω σε κάτι.εκφρ.пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές). -
56 пропадать
ρ.σ. πέφτω• ρίχνω•снег -ал всё утро χιόνι έρριξε όλο το πρωί.
ρ.δ.βλ. пропасть.εκφρ.где наше не -ло! – ή του ύψους ή του βάθους! ή ταν ή επι τας! ή τιμάρι ή τομάρι! όπου το βγάλει η άκρη ! -
57 протаять
-аетρ.σ. λιώνω, τήκω•снег -ял до земли το χιόνι, έλιωσε ως το χώμα.
|| λιώνω (για ένα χρον. διάστημα)•снвг -ял с месяц, το χιόνι έκανε να λιώσει ένα μήνα.
-
58 пухлый
επ., βρ: пухл, пухла, пухло αφράτος, παχουλός, φουσκωτός•-ые щки αφράτα μάγουλα•
-ые губы αφράτα χείλη•
пухлый снег αφράτο χιόνι.
|| παχουλός• γεμάτος•пухлый человек παχουλός άνθρωπος.
-
59 пышный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αφράτος• απαλός•пышный снег αφράτο χιόνι•
-ая булка αφράτη φραντζόλα•
- ая женщина (μτφ.) αφράτη γυναίκα.
|| πυκνός, δασύς•-ые волосы πυκνά μαλλιά,
2. πολυτελής, μεγαλοπρεπής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος•пышный убор πολυτελές στόλισμα•
пышный наряд πολυτελής ενδυμασία.
3. μτφ. πομπώδης, στομφώδης•-ые фразы πομπώδεις φράσεις.
4. φαρδύς και ελαφρός; διογκωμένος, φουσκωμένος, φουσκωτός•-ое платье φουσκωτό φόρεμα.
-
60 размести
ρ.σ.μ. σαρώνω, σκουπίζω• καθαρίζω•размести дорожку σαρώνω το δρομάκι•
размести снег πετώ το χιόνι, καθαρίζω από το χιόνι.
См. также в других словарях:
снег — снег/ … Морфемно-орфографический словарь
СНЕГ — муж. мерзлые пары, падающие, в виде хлопьев, клочьев, с облаков; самый рыхлый лед, заменяющий зимой дождь. Белей снегу белого. Бел снег на черну землю, и то к лицу! Снег идет, сыплется, падает. Снег хлопьями, пушной, кидь, падь, самый крупный;… … Толковый словарь Даля
снег — снега, мн. снега (снеги обл.), м. 1. только ед. Атмосферный осадок в виде белых хлопьев, состоящих из спаянных кристалликов воды разных форм, преимущ. в форме звездочек. Снег идет. Снег выпал. Мокрый снег Снег падает хлопьями. Белый, как снег.… … Толковый словарь Ушакова
снег — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? снега и снегу, чему? снегу, (вижу) что? снег, чем? снегом, о чём? о снеге и в снегу; мн. что? снега, (нет) чего? снегов, чему? снегам, (вижу) что? снега, чем? снегами, о чём? о снегах 1. Снегом … Толковый словарь Дмитриева
снег — снег: По ГОСТ Р 22.0.03; Источник … Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации
снег — а ( у); мн. снега; м. 1. о снеге, в снегу; Твёрдые атмосферные осадки, выпадающие из облаков в виде звездообразных кристалликов или хлопьев, представляющих собой скопление таких кристалликов. Хлопья снега. Мокрый, крупный с. Первый с. Падает… … Энциклопедический словарь
снег — См. осадок белее снега, как снег на голову, свалиться как снег на голову, сделать белее снега... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. снег снежище, осадки, крупа, белые мухи,… … Словарь синонимов
СНЕГ — СНЕГ, вид атмосферных ОСАДКОВ, состоящий из замерзших водяных паров, образующих ледяные кристаллы. Объединившись, эти кристаллы образуют снежинку, которая в конце концов падает на Землю. СНЕЖИНКИ, представляющие собой симметричные (обычно… … Научно-технический энциклопедический словарь
СНЕГ — СНЕГ, а ( у), мн. а, ов, муж. Атмосферные осадки белые пушинки, хлопья, представляющие собой кристаллики льда, а также сплошная масса этих осадков, покрывающая землю зимой. Идёт с. Выпал с. Мокрый с. С. слепит глаза. Белый как с. Вечные снега (на … Толковый словарь Ожегова
снег — снег, а и у, предл. п. в (на) снег у, мн. ч. а, ов … Русский орфографический словарь
снег — алмазный (Медведев); бархатистый (Бунин); безжизненный (Зайцев); белый (Зайцев, Случевский); девственный (Хомяков); жесткий (Суриков); искристый (А.Измайлов); колючий (Фет); крепкий (Серг. Ценский); летучий (Пушкин); мерзлый (Жемчужников); мокрый … Словарь эпитетов