-
21 эпизодический
επ.1. επεισοδιακός, κατά περιπτώσεις•-ая проверка работы έλεγχος της εργασίας κατά περιπτώσεις (μη συστηματικά).
|| τυχαίος•эпизодический случай τυχαία περίπτωση•
-ая встреча τυχαία συνάντηση.
2. (θεατρ.) κατά επεισόδια•-ое действующее лицо πρόσωπο πουδρα κατά επεισόδια.
-
22 раз
раз 1-а, πλθ. разы, раз α.1. φορά•один -μια φορά•
два -а δυό φορές•
пять раз (πλ θ.) πέντε φορές•
много раз πολλές φορές•
всякий раз κάθε φορά•
не раз όχι μια φορά (επανειλημμένα)•
иной (другой) раз άλλη φορά•
раз навсегда μια για πάντα•
ни -у ούτε μια φορά•
в последний раз (για) τελευταία φορά•
в тот раз εκείνη τη φορά• раз - другой μερικές φορές•
раз за -ом αλλεπάλληλα•
раз на раз не приходится το ίδιο πράγμα δεν επαναλαβαίνεται ακριβώς•
ещё раз ακόμα μια φορά•
раз от -у από περίπτωση σε περίπτωση.
2. (αριθμητικό)• ένας, μία, ένα•раз, два, три... ένα, δύο, τρία...
εκφρ.раз-два и готово – ένα-δυό και έτοιμο, στο άψε-σβήσε, στο πι και στο φι•в самый раз – α) στον πιο κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη ώρα ή στιγμή, β) ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, απούντο•ни -у не... – ούτε μια φορά δεν...• дать -а (απλ.) χτυπώ.раз 2ως κατηγ. με σημ. ξαφνικά, απότομα ή απροσδόκητα: μπαμ, παφ, φραπ, φριστ κ.τ.τ.раз 3επίρ.μια φορά, κάποια φορά, κάποτε, μια μέρα•раз он приходит ко мне и говорит μια φορά αυτός έρχεται σε μένα και λέει•
раз был со мной такой случай μου έτυχε κάποτε τέτοια περίπτωση.
раз 4σύνδ. υποθετικός• αν, εάν, άμα, μια και•раз не знаешь, ни говори άμα δεν ξέρεις, μή μιλάς.
εκφρ.раз что... – παλ. βλ. раз. -
23 всякий
всякий καθένας, κάθε \всякий раз κάθε φορά во \всякийое время όποτε θέλετε, οποτεδήποτε ◇ во \всякийом случае πάντως, όπως και να'ναι на \всякий случай για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο* * *καθένας, κάθεвся́кий раз — κάθε φορά
во вся́кое вре́мя — όποτε θέλετε, οποτεδήποτε
••во вся́ком слу́чае — πάντως, όπως και να'ναι
на вся́кий слу́чай — για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο
-
24 единйчный
единй||чныйприл μοναδικός, σπάνιος:\единйчныйчный случай ἡ μοναδική (или ἡ σπάνια) περίπτωση. -
25 каверзный
каверз||ныйприл разг1. μπερδεμένος, πολύπλοκος:\каверзныйный случай ἡ μπερδεμένη περίπτωση· \каверзныйный вопрос τό πολύπλοκο ζήτημα·2. (о человеке) δόλιος, κατεργάρης. -
26 крайний
крайн||ийприл1. (с краю) ἀκρινός, τελευταίος·2. (исключительный, чрезвычайный) ἐσχατος:\крайнийяя необходимость ἡ ἀπόλυτη (или ἡ ἐσχατη) ἀνάγκη·3. полит ἄκρος:\крайнийяя левая ἡ ἄκρα ἀριστερά· ◊ \крайнийяя цена ἡ τελευταία τιμή· \крайнийий срок ἡ τελευταία προθεσμία· по \крайнийей мере τουλάχιστο, τό λιγώτερο· в \крайнийем случае ἐν ἀνάγκη· на \крайнийий случай στή χειρότερη περίπτωση. -
27 необъяснимый
необъяснимыйприл ἀνεξήγητος / ἀκατανόητος (непонятный):\необъяснимый случай ἡ ἀκατανόητη περίπτωση. -
28 особенно
особенн||онареч1. (в особенности) ἰδιαίτερα, ιδιαιτέρως·2. (необычно) ἰδιαίτερα, ἰδιαιτέρως, ἀσυνήθιστα, ίδιαζόνιως / ἐξαιρετικά [-ῶς] (чрезвычайно):\особенно быстро ἐξαιρετικά γρήγορα· \особенно важный ἐξαιρετικά σπουδαίος· это \особенно серьезный случай αὐτό εἶναι πολύ σοβαρή περίπτωση· ◊ не \особенно разг ὄχι καί πολύ· не \особенно давно δέν πέρασε καί πολύς καιρός. -
29 case-control study
= case-referent study; retrospective study; choice-based samplingFrench\ \ étude rétrospectiveGerman\ \ Fall-Kontroll-Studie; retrospektive StudieDutch\ \ retrospectieve studieItalian\ \ studio retrospettivoSpanish\ \ estudio retrospectivoCatalan\ \ estudi de cas control; estudi retrospectiu; mostreig intencionatPortuguese\ \ estudo caso-controlo; estudo caso-controle (bra); estudo caso-referência; estudo rectrospectivo; amostragem baseada na escolhaRomanian\ \ studiu de caz-control; studiu de caz referentul; studiu retrospectiv; de prelevare de probe de alegere bazate peDanish\ \ case-kontrol undersøgelse; sag referent undersøgelse; retrospektiv undersøgelse; valg-baserede prøverNorwegian\ \ case-kontroll studie; case-referent studie; retrospektiv studie; valg-baserte prøvetakingSwedish\ \ fall-kontrollstudieGreek\ \ νομολογία του Δικαστηρίου; τον έλεγχο της μελέτης; περίπτωση αναφερόμενο μελέτη; αναδρομική μελέτη; επιλογή με βάση δειγματοληψίαFinnish\ \ tapaus-verrokki-asetelma; tapaus-kohortti-asetelma; tapaus-verrokki -tutkimus; valintaperusteinen otantaHungarian\ \ visszatekintö vizsgálatTurkish\ \ vaka-kontrol çalışması; vaka-göndergeli çalışma; geriye dönük çalışma; secime dayalı örneklemeEstonian\ \ juhtkontrolluuringLithuanian\ \ retrospektyvusis tyrimas; retrospektyvusis ėmimasSlovenian\ \ študija s kontrolno skupino; retrospektivna študijaPolish\ \ analiza przeszłych przypadkówRussian\ \ исследование методом случай — контроль; ретроспективное исследованиеUkrainian\ \ дослідження випадок-контроль; випадку-референт дослідження; ретроспективне дослідження; вибір основі вибіркиSerbian\ \ цасе-цонтрол студији; цасе-референтна студија; ретроспективну студију; избору на бази узоркаIcelandic\ \ tilfelli-stjórna rannsókn; há-referent rannsókn; afturvirk rannsókn; val-undirstaða sýnatökuEuskara\ \ kasu-kontrol azterketa; kasu-azterketa erreferente; atzera begirako azterketa; aukera oinarritutako laginketaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ مطالعات گذشتهنگر (شامل مطالعات مورد-شاهد)Arabic\ \ دراسة حالة السيطرةAfrikaans\ \ retrospektiewe studieChinese\ \ 回 顾 研 究Korean\ \ 사례-대조 연구; 후향(적)연구 -
30 Heywood case
French\ \ cas de HeywoodGerman\ \ Heywood-FallDutch\ \ Heywood-gevalItalian\ \ caso di HeywoodSpanish\ \ caso de HeywoodCatalan\ \ cas de HeywoodPortuguese\ \ caso de HeywoodRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ περίπτωση HeywoodFinnish\ \ Heywoodin tapausHungarian\ \ Heywood-esetTurkish\ \ Heywood durumuEstonian\ \ Heywoodi juhtumLithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ случай ХэйвудаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ Heywood ræðaEuskara\ \ Heywood kasuFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ حالة هيوودAfrikaans\ \ Heywood-gevalChinese\ \ 海 伍 德 案 例Korean\ \ Heywood 케이스 -
31 аварийный
επ.της βλάβης•аварийный сигнал σημείο (σινιάλο) βλάβης•
аварийный случай περίπτωση αβαρίας.
|| επιδιορθωτικός, για επιδιόρθωση•-ая машина αυτοκίνητο για την επί τόπου διόρθωση βλάβης•
-ая бригада μπριγάδα (ομάδα) διορθωτών.
-
32 беспрецедентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноπρωτοφανής, άνευ προηγουμένου•беспрецедентный случай περίπτωση άνευ προηγουμένου.
-
33 индивидуальный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; ατομικός, ξέχωρος•. -ые особенности учеников ατομικές ιδιομορφίες των μαθητών (ατομικός χαρακτήρας των μαθητών)•индивидуальный случай ξεχωριστή (ιδιαίτερη) περίπτωση•
-ое хозяйство! ατομικό νοικοκυριό•
-ое требование ατομική διεκδίκιση.
εκφρ.индивидуальный перевязочный пакет – ατομικός επίδεσμος (τραυματία). -
34 настоящий
επ.1. ο παρών, τωρινός, ο ενε-στώς•в -ее время τώρα, στον παρόντα χρόνο•
настоящий год αυτός ο χρόνος, το ενεστόν έτος•
настоящий ее положение η τωρινή (παρούσα) κατάσταση•
день η σημερινή μέρα.
2. ουσ. ουδ. -ее το παρόν.3. αυτός, ο δοσμένος•настоящий случай отличается от предыдущих αυτή η περίπτωση διαφέρει από τις προηγούμενες.
4. γνήσιος, καθαρός, πραγματικός•-ее золото καθαρό χρυσάφι.
|| αληθινός, πραγματικός•настоящий человек πραγματικός άνθρωπος (όπως πρέπει)•
-ее имя το πραγματικό όνομα:
εκφρ.- им образом – σοβαρά, όπως πρέπει•- ее время – (γραμμ.)ο ενεστώτας. -
35 необходимость
-и θ.1. αναγκαιότητα, ανάγκη, χρεία•предметы первой -и είδη πρώτης ανάγκης•
нет никакой -и δεν υπάρχει καμιά ανάγκη•
в случай -и σε περίπτωση ανάγκης•
по -и από ανάγκη•
покориться -и υποτάσσομαι στην ανάγκη.
2. (φιλοσ.) αναγκαιότητα. -
36 неуплата
-ы θ.η μη πληρωμή•в случай -ы σε περίπτωση μη πληρωμής.
-
37 обобщить
-шу, щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обобщённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. γενικεύω, καθολικεύω επεκτείνω•обобщить опыт передовых предприятий γενικεύω την πείρα• των πρωτοπόρων επιχειρήσεων•
обобщить единичное явление γενικεύω μεμονωμένο φαινόμενο•
обобщить честный случай γενικεύω μοναδική περίπτωση.
γενικεύομαι, καθολικεύομαι •επεκτείνομαι. -
38 прихватить
ρ.σ.μ.1. πιάνω, συλλαμβάνω δυνατά, σφιχτά. || συγκρατώ, δένω προσωρινά.2. παίρνω μαζί μου•прихватить зонт на случай додця παίρνω μαζί μου την ομπρέλα σε περίπτωση βροχής.
|| παίρνω•надо бы денег прихватить в долг πρέπει να πάρω δανεικά χρήματα.
|| παίρνω παραπάνω.3. παγώνω λίγο, βλάπτω, χαλνώ•мороз -ил цветы ο πάγος έβλαψε τα λουλούδια•
цветы -ло утренником (απρόσ.) τα λουλούδια τα πείραξε ο πάγος κατά το πρωί.
4. αρρωσταίνω ξαφνικά με χτυπά•паралицом его -ло τον χτύπησε παράλυση, έπαθε παράλυση.
-
39 прозевать
ρ.σ.1. μ. χάνω, αφήνω να μου διαφύγει•прозевать удобный момент, случай αφήνω να μου διαφύγει η κατάλληλη στιγμή, περίπτωση•
прозевать поезд χάνω το τρένο.
|| παραβλέπω, παρορώ, αφήνω απαρατήρητο, μου διαφεύγει την προσοχή.2. μασώ (για ένα χρον. διάστημα), она -ла весь вечер αυτή μάσησε όλο το βράδυ.
- 1
- 2