-
1 диспетчер
ο ελεγκτής, ο ρυθμιστής, ο διεκπεραιωτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диспетчер
-
2 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
3 сокращать
1. мат. απλοποιώ, διαιρώμειώνω2. (слово, наименование) συντομεύω, συντομογράφω 3. (делать более коротким) κονταίνω, συντομεύω 4. (уменьшать в количестве, объёме) ελαττώνω, περικόπτω, λιγοστεύω 5. (увольнять с работы, со службы) απολύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сокращать
-
4 срок
1. (период) η διάρκει/αη περίοδοςη προθεσμίατο όριοистечение - а λήξη/εκπνοή της - ας/προθεσμίαςпролонгация - а см. продление - адополнительный - η συμπληρωματική προθεσμία, η παράταση2. (дата) η ημερομηνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срок
-
5 капитан
капитанм1. ὁ καπετάνιος, ὁ κυβερνήτης πλοίου:\капитан торгового флота ὁ καπετάνιος τοῦ ἐμπορικοῦ ναυτικοῦ· \капитан даль-него плавания κυβερνήτης πλοίου ἀνοιχτής θαλάσσης·2. воен. ὁ λοχαγός:\капитан кавалерии ὁ Ιλαρχος· \капитан интендантской службы ὁ λοχαγός ἐπιμελητείας· \капитан медицинской слу́жбы ὁ ἰατρός στρατιωτικής ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· \капитан полевой жандармерии (в Греции) ὁ μοίραρχος· \капитан 1-го ранга мор. ὁ πλοίαρχος· \капитан 2-го ранга мор. ὁ ἀντιπλοίαρχος· \капитан 3-го ра́нга мор. ὁ πλωτάρχης· \капитанлейтенант ὁ ὑποπλοίαρχος·3. спорт. ὁ ἀρχηγός:\капитан футбольной команды ὁ ἀρχηγός ποδοσφαιρικής ὁμάδας. -
6 отставка
отстав||каж ἡ ἀπόλυση / ἡ παραίτηση [-ις], ἡ παύση [-ις] (с»"· службы)/ ἡ ἀπόταξις, ἡ ἀποστράτευση [-ις] (из армии):офицер в \отставкаке ἀπόστρατος · ἀξιωματικός· быть в \отставкаке εὐρίσκομαι ἐν'. ἀποστρατεία· подава́ть в \отставкаку ὑποβάλλὠ· τήν παραίτηση μου, παραιτούμαι, καταθέ· · τω τήν ἀρχή· выходить в \отставкаку ἀποστρατεύομαι· ◊ давать \отставкаку кому-л. παύω (или ἀπομακρύνω) κάποιον получать\отставкаку у кого́-л. χάνω τήνεὔνοια κάποιου. -
7 прохождение
прохождениес ἡ παρέλευση [-ις], ἡ διάβαση [-ις], τό πέρασμα/ ἡ παρέλαση [-ις] (о войсках):\прохождение службы ἡ θητεία. -
8 увольнениеяться
увольнение||яться(со службы) παραιτούμαι, ἀπολύομαι, φεύγω ἀπό τή δουλειά, φεύγω ἀπ' τήν ὑπηρεσία. -
9 выжить
-живу, -живешь, ρ.σ.1. επιζώ, επιβιώνω, μένω ζωντανός, διαφεύγω τον θάνατο. || θεραπεύομαι.2. διαμένω, ζω, κατοικώ•он -ил дома около года αυτός έζησε στο σπύι ένα περίπου χρόνο.
3. διώχνω, υποχρεώνω να φύγει•дурной запах -ил всех из комнаты η βρώμα τους έδιωξε όλους από το δωμάτιο•
выжить со службы διώχνω (απολύω) από την υπηρεσία.
4. υποφέρω, περνώ βάσανα, δοκιμασίες.5. διώχνω από το σπίτι.εκφρ.выжить из ума ή из памяти – γεροξεκουτιάζω, τα χάνω από τα γεράματα. -
10 вылететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. πετώ έξω•птица -ла из гнезда το πουλί πέταξε από τη φωλιά.
|| φεύγω πετώντας, αφίπταμαι. || πετάγομαι, πετιέμαι•пробка -ла с выстрелом το βούλωμα εκπυρσοκρότησε.
|| βγαίνω έξω γρήγορα•в испуге он -ел из кабинета καταφοβισμένος πετάχτηκε έξω από το γραφείο•
машина опрокинулась и я -ел вон το αυτοκίνητο ανατράπηκε κι εγω πετάχτηκα έξω.
2. εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω με ταχύτητα.3. μτφ. απολύομαι, διώχνομαι, πετιέμαι•вылететь из института διώχνομαι από το ινστιτούτο•
вылететь из службы απολύομαι από την υπηρεσία;
εκφρ.вылететь из головы, из памяти – ξεχνώ, δε θυμάμαι, μου διαφεύγει•вылететь в трубу – χρεοκοπώ, φαλίρω•вылететь пулей, стрелой – βγαίνω σαν σφαίρα, σαν βέλος, με αστραπιαία ταχύτητα. -
11 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
12 доболтаться
ρ.σ. φλυαρώ τόσο, που, μέχρι... -ешься до того, что выгонят со службы φλυαρείς τόσο, που θα σε διώξουν από την υπηρεσία•-лась она до абсурда αυτή φλυάρη σε μέχρι παραλογισμό.
-
13 долг
-а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•
чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•
долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•
считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•
нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•
защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•
человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•
по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.
2. οφειλή, χρέος•отдать долг δίνω πίσω το χρέος•
получать долг παίρνω το χρέος•
брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•
погашать -ξοφλώ το χρέος•
сделать долг χρεώνομαι•
неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•
уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.
εκφρ.первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•жить в долг – ζω με δανεικά•не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό. -
14 капитан
-а α.1. λοχαγός•ротный командир, в чине капитана διοικητής λόχου με το βαθμό λοχαγού•
капитан кавалерии ίλαρχος•
капитан медицинской службы στρατιωτικός γιατρός με το βαθμό λοχαγού.
2. πλοίαρχος, κυβερνήτης, καπετάνιος.3. (αθλτ.) αρχηγός•капитан футбольной команды αρχηγός ποδοσφαιρικής ομάδας.
εκφρ.—лейтенант – υποπλοίαρχος капитан 1-го ранга πλοίαρχος• капитан 2-го ранга αντιπλοίαρχος• капитан 3-го ранга πλωτάρχης. -
15 нерадение
-я ουδ.παλ. αμέλεια, απροθυμία, ραθυμία, αδιαφορία, ολιγωρία•уволить со службы за нерадение απολύω από την υπηρεσία για ολιγωρία.
-
16 несение
-я ουδ.εκτέλεση, εκπλήρωση•обязанностей εκτέλεση καθηκόντων•
несение караульной службы εκτέλεση καθηκόντων φρουράς (σκοπιάς).
-
17 освободить
-божу, -бодищь, παθ. μτχ., παρλθ. χρ. освобожденный, βρ: -ден, -дена, -дено;ρ.σ.μ.1. ελευθερώνω, λευτερώνω, αφήνω ελεύθερο•освободить военнопленных αφήνω ελεύθερους τους αιχμάλωτους•
освободить страну от рабства λευτερώνω τη χώρα από τη σκλαβιά (ξεσκλαβώνω);
2. απεосвободить λευτερώνω•греческая армия -ла нашу территорию от турецких завоевателей ο ελληνικός στρατός απελευτέρωσε τα εδάφη μας από τους τούρκους καταχτητές.
3. μτφ. αποδεσμεύω, απαγκιστρώνω.4. απαλλάσσω•освободить от налогов απαλλάσσω από τους φόρους•
освободить от военной службы απαλλάσσω της στρατιωτικής θητείας.
|| απολύω, διώχνω, αποβάλλω. || εκκενώνω, αδειάζω•освободить комнату απελευτερώνω το δωμάτιο,
1. ελευθερώνομαι, αφήνομαι ελεύθερος.2. ξεσκλαβώνομαι.3. μτφ. αποδεσμεύομαι, απαγκιστρώνομαι.4. απαλλάσσομαι. || απολύομαι, διώχνομαι. || εκκενώνομαι, αδειάζω. -
18 отказать
отказать 1-кажу, скажешьρ.σ.1. αρνούμαι• απορρίπτω•отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.
|| (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.
2. στερώ•природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•
отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.
|| δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.
3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.
4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•
глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•
голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).
εκφρ.не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.1. αρνούμαι•отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.
2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•
отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•
отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.
|| εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•
отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•
отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•
отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.
3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).εκφρ.не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.отказать 2-ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ. -
19 отрешить
-шу, шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отрешенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.μ.1. απελευθερώνω, απαλλάσσω, γλυτώνω.2. παλ. αποσπώ, ξεκόβω•отрешить от действительности ξεκόβω από την πραγματικότητα.
3. παλ. απολύω, διώχνω•отрешить со службы απολύω από την υπηρεσία.
απελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι. -
20 отставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. μετακινώ, αναμερίζω, μετατοπίζω, βάζω κατά μέρος•стол от окна αναμερίζω το τραπέζι από το παράθυρο.
|| προβάλλω, εκτείνω μπροστά, βάζω μπροστά•отставить ногу προβάλλω το πόδι.
2. παλ. απομακρύνω κόβω σχέσεις. || απολύω, διώχνω•отставить от службы απολύω από την υπηρεσία.
3. отставить! (παράγγελμα)• στον καιρό! σταμάτα! -τάτε! άφησε! αφήστε!•разговоры отставить! να σταματήσουνοι κουβέντες! || αίρω, ακυρώνω, καταργώ•
это распоряжение уже -ли αυτή τη διαταγή πιατην ακύρωσαν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
службы — См … Словарь синонимов
Службы печати для UNIX — компоненты Microsoft Windows, позволяющие: на сервере печати принимать задания для печати с клиентских компьютеров под управлением UNIX; посылать задания для печати на компьютеры под управлением UNIX. В системах UNIX программа LPR посылает… … Википедия
Службы пожарно-спасательная и местной обороны — ( в вооруж. силах РФ) органы управления и подразделения, предназначенные для защиты жизни и здоровья людей, вооружения, техники на объектах армии и флота и в военных городках. Основные задачи органов управления и подразделений служб являются:… … Словарь черезвычайных ситуаций
Службы муниципального заказчика (службы заказчика) в ЖКХ — Службы муниципального заказчика (службы заказчика) управляющие организации в сфере ЖКХ муниципального образования (комитет, департамент, управление) либо учреждения, выполняющие функции по формированию и размещению муниципального заказа, а также… … Официальная терминология
службы иммунизации — службы вакцинопрофилактики — [Англо русский глоссарий основных терминов по вакцинологии и иммунизации. Всемирная организация здравоохранения, 2009 г.] Тематики вакцинология, иммунизация Синонимы службы вакцинопрофилактики EN immunization… … Справочник технического переводчика
службы сервисной поддержки таможенного оформления и экспедирования грузов — Службы сервисной поддержки, ответственные за разрешение проблем и оказание услуг перевозки и экспедирования грузов, связанных с Играми. [Департамент лингвистических услуг Оргкомитета «Сочи 2014». Глоссарий терминов] EN customs and… … Справочник технического переводчика
Службы обороны Тонга — Tonga Defence Services Эмблема TDS Основание 1946 В нынешнем виде с … Википедия
СЛУЖБЫ ГИГИЕНЫ ТРУДА — службы, на которые возложены в основном профилактические функции и ответственность за консультирование работодателя, работников и их представителей на предприятии по вопросам: требований относительно создания и поддержания безопасности и здоровой … Российская энциклопедия по охране труда
службы Игр — Общий термин, принятый для обозначения функциональных направлений, ответственных за специализированное обслуживание объектов Игр, членов Олимпийской/Паралимпийской Семьи и/или широкой публики, например, за размещение, аккредитацию и безопасность … Справочник технического переводчика
службы здравоохранения — Службы, укомплектованные профессиональными медиками или другими лицами, работающими под их управлением, призванные содействовать укреплению, поддержанию или восстановлению здоровья и профилактике болезней. [Англо русский глоссарий основных… … Справочник технического переводчика
службы общественного здравоохранения и гигиены — Эти службы включают в себя образовательные программы в области охраны здоровья, профилактику заболеваний и травм, наблюдение за здоровьем, а также лечение различных болезней, включая инфекционные заболевания, пищевые отравления и болезни,… … Справочник технического переводчика