-
1 определить
определитьсов, определять несов1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:\определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·3. мат καθορίζω:\определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:\определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:\определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι, -
2 содержание
1. (то, что излагается, изображается, содержимое) τα περιεχόμενα, ο πίνακας των περιεχομένων 2. (наличие вещества в смеси, сплаве и т.п.) η περιεκτικότητα 3. (уход) η συντήρηση, η διατήρηση 4 (денежное вознаграждение за работу, службу) οι αποδοχές, о μισθός 5. (лоп, филос.) η ύπαρξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > содержание
-
3 призвать
призвать 1) ανακαλώ 2) воен.: \призвать на военную службу καλώ στο στρατό* * *1) ανακαλώ2) воен.призва́ть на вое́нную слу́жбу — καλώ στο στρατό
-
4 нести
нес||ти́несов1. прям., перен φέρ(ν)ω, κουβαλώ, κρατῶ, βαστάζω:\нести чемодан κουβαλώ τή βαλίτσα·2. (гнать, мчать) φέρνω:по реке \нестиет лодку ὁ ποταμός παρασύρει τήν βάρκα· ветер \нестиет пыль (ό ἀέρας) σηκώνει σκόνη·3. (выполнять) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, ἔχω:\нести обязанности ἐκτελώ καθήκοντα· \нести службу εἶμαι ὑπηρεσία· \нести караул φρουρώ, εἶμαι σκοπός· \нести дежурство εἶμαι ἐφημερεύων, εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας·4. (терпеть) ὑφίσταμαι, ὑποβάλλομαι, ὑποφέρω:\нести наказание ὑφίσταμαι τιμωρίαν \нести потери воен. ὑφίσταμαι ἀπώλειες· \нести убытки ζημιώνω (άμετ.)· \нести ответственность φέρω εὐθύνην5. (приносить с собой) προξενώ, ἐπιφέρω:\нести смерть ἐπιφέρω θάνατο·6. безл (пахнуть):оттуда \нестиет чем-то ἀπό ἐκεῖ -Ερχεται μιά μυρωδιά· от него́ \нестиет табаком μυρίζει καπνό·7. безл (дуть):\нестиет из-под полу φυσά κάτω ἀπό τό πάτωμα·8. (о птицах):\нести яйца γεννώ αὐγά· ◊ \нести вздор λεω ἀνοησίες, λέω τρίχες· куда тебя \нестиет? разг γιά ποῦ τώβαλες; -
5 определение
определениес1. (действие) ὁ ὁρισμός, ὁ προσδιορισμός, ὁ καθορισμός / ὁ διορισμός (на службу)/ ἡ ἐγγραφή, ἡ κατάταξη [-ις] (в школу)·2. (научное) ὁ ὁρισμός, ὁ προσδιορισμός:точное \определение ὁ ἀκριβής ὁρισμός·3. (суда) ἡ ἀπόφαση[-ις] (δικαστηρίου)·4. грам. τό κατη-γορούμενον. -
6 поступить
поступитьнесов1. ἐνεργώ, φέρομαι:\поступить опрометчиво ἐνεργώ ἄσκεφτα· \поступить плохо с кем-л. φέρομαι ἄσχημα σέ κάποιον \поступить по-сво́ему ἐνεργώ ὅπως ἐγώ νομίζω·2. (на службу и т. п.) μπαίνω, είσέρχομαι:\поступить в университет ἐγγράφομαι στό πανεπιστήμιο· \поступить в школу ἀρχίζω νά πηγαίνω σχολείο·3. (о заявлении и т. п.) φθάνω, λαμβάνομαι· ◊ \поступить в чье-л. распоряжение τίθεμαι είς τήν διάθεσιν κάποιου. -
7 призываться
призыв||а́ться(на военную службу) εἶμαι κληρωτός, εἶμαι στρατεύσιμος. -
8 сослужить
сослужитьсов:\сослужить службу кому-л. κάνω ἐκδούλευση κάποιου. -
9 вознаграждение
-я ουδ.αμοιβή, ανταμοιβή• επιβράβευση•вознаграждение за долголетнюю службу επιβράβευση για πολυετή υπηρεσία•
денежное -χρηματική αμοιβή.
-
10 дружба
-ы θ.φιλία•свести -у πιάνω φιλία•
под видом -ы κάνοντας το φίλο•
быть в -е είμαι φίλος, συνδέομαι με φιλία•
не в службу, а в -у όχι υπηρεσιακά, αλλά φιλικά, χάρη φιλίας, σαν φίλος.
-
11 за
πρόθεση με αιτ. ή οργανική.1. πέρα(ν), έξω•жить за городом ζω έξω από την πόλη•
пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•
выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•
уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•
за морем, за морями πέραν των θαλασσών.
2. πίσω, όπισθεν, κοντά•запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•
идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•
он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•
-садом πίσω από τον κήπο•
заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•
гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•
он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•
спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•
он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•
у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.
3. για, διά•он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•
вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•
просить за кого παρακαλώ για κάποιον•
работать за двоих δουλεύω για δυό•
за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•
ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•
я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•
благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•
платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•
выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•
я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•
за раз, за один раз για μια φορά•
я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•
послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•
ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•
он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.
|| (σημαίνει σκοπό)•за великое дело για μεγάλο έργο•
бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.
4. αντί, για•око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•
зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.
5. υπέρ•говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•
кто за? ποιος είναι υπέρ;•
стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•
за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.
6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.
7. από•взять за руку πιάνω από το χέρι•
повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•
водить за нос σέρνω από τη μύτη•
бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•
схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•
приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•
заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.
8. στον, στην, στο•сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•
сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•
он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•
за ваше здоровье στην υγεία σας.
9. (σημαίνει απόσταση)•за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.
10. προς•нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.
11. με•она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.
12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•за неспособностью λόγω ανικανότητας•
за старостью лет σαν παρήλικος•
награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•
за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.
13. εν, κατά•за отсуствием εν απουσία, απόντος.
14. (για εργασία, ασχολία)•взяться за работу πιάνω τη δουλειά•
взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.
15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).
16. αντί, για, στη θέση•расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.
17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•
запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•
за мой счет με δικά μου έξοδα•
всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•
ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•
что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•
ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...
|| (με την ιδιότητα)•за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•
за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.
|| σαν, ως, για•признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.
|| (αντικείμενο επιδίωξης) •охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.
|| (άλλες σημασίες)•взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•
за исключением εξαιρέσει, εκτός•
он за все сердится όλα του φταίνε•
заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•
за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•
ни за что με κανένα τρόπο.
-
12 зачислить
ρ.σ.μ. συμπεριλαβαίνω στον αριθμό, εγγράφω, καταχωρώ (στο μητρώο, κατάλογο κλπ.)• παίρνω•зачислить в институт εγγράφω στο ινστιτούτο•
зачислить в армию κατατάσσω στο στρατό•
зачислить на работу παίρνω στη δουλειά (εγγράφω ως εργάτη)•
зачислить на службу προσλαμβάνω στην υπηρεσία•
зачислить в штат εγγράφω στο προσωπικό.
εγγράφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.είμαι καταχωρημένος•είμαι γραμμένος. -
13 назначить
ρ.σ.μ.1. καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω•назначить день отъезда ορίζω τη μέρα αναχώρησης•
назначить свидание ορίζω συνάντηση•
назначить цену ορίζω την τιμή•
назначить срок καθορίζω προθεσμία•
назначить собрание προσδιορίζω συνέλευση•
назначить себе преемника ορίζω διάδοχο μου.
2. προορίζω•назначить сына в военную службу προορίζω το γ ιό για στρατιωτικό.
3. διορίζω•назначить на пост министра διορίζω υπουργό.
|| αναθέτω•ему -ли несложную работу του ανάθεσαν ελαφρά δουλειά.
4. συσταίνω, υποδείχνω (για φάρμακα, θεραπεία κ.τ.τ.).5. προκαθορίζω. -
14 нести
несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. несяρ.σ.1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•-мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.
|| μτφ. επωμίζομαι•нести отвтственность φέρω ευθύνη.
|| εκτελώ εκπληρώνω•нести службу εκτελώ υπηρεσία•
нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.
|| μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.
3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•-ст чесноком μυρίζει σκόρδο•
от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.
|| φυσώ, πνέω•с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•
-т с окна φυσάει από το παραθύρι.
|| μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•
нести потери υφίσταμαι απώλειες•
нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.
5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.6. επιφέρω•нести смерть επιφέρω τον θάνατο.
7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.8. γεννώ (αυγά)•курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.
9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.
εκφρ.высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες. -
15 определить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. καθορίζω, προσδιορίζω•определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•
обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.
|| κάνω διάγνωση•определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.
(μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.
|| διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.
3. σημειώνω, διαγράφω•определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.
4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•
отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.
1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.
2. προσανατολίζομαι.3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•-в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•
определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•
определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).
-
16 покинуть
ρ.σ.μ. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ• φεύγω•он -ул свою жену αυτός παράτησε τη γυναίκα του•
покинуть город αφήνω την πόλη•
-службу φεύγω από την υπηρεσία•
силы -ли меня οι δυνάμεις με εγκατέλειψαν.
-
17 поступить
-ступлю, -ступишьρ.σ.1. ενεργώ φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι -поступить правильно ενεργώ σωστά•поступить осторожно ενεργώ προσεχτικά (επιφυλαχτικά)•
он -ил дурно в этом деле αυτός φέρθηκε σαν βλάκας σ αυτήν την υπόθεση•
поступить хорошо с кем-н. φέρνομαι καλά σε κάποιον•
поступить великодушно φέρνομαι-μεγαλόψυχα.
2. πιάνω δουλειά, μπαίνω, εισέρχομαι•поступить на фабрику πιάνω δουλειά στη φάμπρικα•
поступить в уни-верситт εισάγομαι στο πανεπιστήμιο•
поступить в школу πρωτοπηγαίνω στο σχολείο•. поступить на службу μπαίνω στην υπηρεσία.
3. φτάνω, έρχομαι•раненые -ли в госпитал οι τραυματίες έφτασαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο•
-ли жалобы ήρθαν παράπονα.
|| περιέρχομαι, περνώ•на-сддство -ло в казну η κληρονομιά περιήλθε στο δημόσιο ταμείο.
|| πηγαίνω•сырь -ло в обработку οι πρώτες ύλες πήγαν για επεξεργασία.
παραιτούμαι από κάτι, απαρνούμαι αποποιούμαι υποχωρώ, ενδίδω,παραχωρώ. -
18 призвать
ρ.σ.μ.1. καλώ, φωνάζω επικαλούμαι•призвать на помощь καλώ σε βοήθεια.
2. καλώ•призвать на военную службу καλώ να υπηρετήσει τή στρατιωτική θητεία•
призвать к оружию καλώ στα όπλα•
призвать к защите родины καλώ για υπεράσπιση της πατρίδας•
призвать к бдительности καλώ σε επαγρύπνηση.
3. παλ. εύχομαι. -
19 призыв
-а α.1. κλήση• πρόσκληση• κάλεσμα•призыв на помощь κάλεσμα σε βοήθεια•
призыв на военную службу η κλήση στο στρατό•
призыв к порядку ανάκληση στην τάξη•
призыв к восстанию κάλεσμα σε εξέγερση.
|| στρατιωτική κλάση•призыв прошлого года η περσινή κλάση.
2. σύνθημα•первомайские -ы τα πρωτομαγιάτικα συνθήματα.
εκφρ.ленинский призыв – στρατολογία μελών στο κόμμα προς τιμήν του Λένιν. -
20 пройти
пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдяρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•
пройти вперёд περνώ μπροστά.
|| διανύω, διασχίζω, διατρέχω•пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).
|| μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.
|| διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•-шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•
-шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).
|| μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.
2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.
3. πέφτω, ρίχνω•-шёл град έπεσε χαλάζι•
-шёл дождь έβρεξε•
-шёл снег χιόνισε.
|| διαπερνώ, διαποτίζω•чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..
διεξάγομαι, γίνομαι•собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.
|| προχωρώ, προβαίνω•пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.
|| δουλεύω, φτιάχνω•пройти грядку φτιάχνω βραγιά.
4. διέρχομαι, γίνομαι•здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.
5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.6. αλείφω•пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•
пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.
7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.
8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•-шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.
|| τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.
9. εκπληρώνω•военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•
пройти практику περνώ την πρακτική•
пройти курс лечения κάνω θεραπεία.
|| τελειώνω•пройти школу περνώ το σχολείο.
10. μαθαίνω, διδάσκομαι•пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•
пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.
11. σταματώ, παύω•дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.
|| δεν υποφέρω•зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.
εκφρ.пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•это не -дт – αυτό δε θα περάσει.1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.2. χορεύω•пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•
пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.
3. περνώ πάνω σε κάτι.εκφρ.пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
службу — бросить службу • действие, прерывание начать службу • действие, начало нести службу • действие оставить военную службу • действие, прерывание оставить службу • действие, прерывание предусмотреть военную службу • необходимость, модальность… … Глагольной сочетаемости непредметных имён
Службу за службу верстать. — (т. е. услугу). См. ПРИЗНАТЕЛЬНОСТЬ … В.И. Даль. Пословицы русского народа
Службу служи, а сам не тужи! — См. НАЧАЛЬСТВО СЛУЖБА … В.И. Даль. Пословицы русского народа
Службу служить - другу не дружить. — Службу служить другу не дружить. См. НАЧАЛЬСТВО СЛУЖБА … В.И. Даль. Пословицы русского народа
Медаль «За службу в Корее» (США) — Медаль «За службу в Корее» Страна … Википедия
Медаль «За службу в морской пехоте» — Медаль «За службу в морской пехоте» … Википедия
Медаль «За службу» (ФССП) — Медаль «За службу» I степени … Википедия
Медаль «За безупречную службу» (Украина) — У этого термина существуют и другие значения, см. Медаль «За безупречную службу» (значения). Медаль «За безупречную службу» I степени … Википедия
Медаль «За службу в подводных силах» — Медаль «За службу в подводных силах» … Википедия
Медаль «За службу» (ФМС) — Медаль «За службу» I степени … Википедия
Орден «За службу Родине» (Белоруссия) — Орден «За службу Родине» I степени … Википедия