Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

слово+с

  • 81 неудобопроизносимый

    επ., βρ: -сим, -а, -о
    δυσπρόφερτος•

    -ое слово δυσπρόφερτη λέξη.

    || απρεπής, άσεμνος•

    -ая брань σιχαμερή βρισιά.

    Большой русско-греческий словарь > неудобопроизносимый

  • 82 неупотребительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    αχρησιμοποίητος• δύσχρηστος•

    ое слово σπάνια χρησιμοποιούμενη λέξη.

    Большой русско-греческий словарь > неупотребительный

  • 83 областной

    επ.
    περιφερειακός, της περιοχής ή του νομού•

    областной центр επαρχιακό κέντρο.

    || διαλεκτικός, της διαλεκτού•

    -ое слово διαλεκτική λέξη.

    Большой русско-греческий словарь > областной

  • 84 оборот

    α.
    1. στροφή•

    количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•

    колеса η στροφή του τροχού.

    || γύρισμα, αναστροφή•

    оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.

    2. κύκλος•

    оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).

    || κυκλοφορία•

    оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•

    пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•

    годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.

    3. χρήση, χρησιμοποίηση•

    пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•

    ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.

    4. στροφή•

    оборот реки στροφή του ποταμού.

    || καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).
    5. τροπή•

    дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).

    6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•

    оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).

    7. έκφραση•

    р-чи έκφραση λόγου•

    неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.

    εκφρ.
    брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > оборот

  • 85 означать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. означить.
    2. σημαίνω•

    что -ет это слово? τι σημαίνει αυτή η λέξη;•

    это -ет верную смерть αυτό σημαίνει σίγουρο θάνατο.

    || μαρτυρώ, επιβεβαιώνω.
    βλ. означиться.

    Большой русско-греческий словарь > означать

  • 86 отпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω•

    -и его άφησε τον•

    отпустить на праздник, в гости αφήνω να πάει στη γιορτή, φιλοξενούμενος.

    || εξυπηρετώντας αφήνω•

    отпустить клиента τελειώνω με τον πελάτη.

    || αφήνω ελεύθερο•

    птицу αφήνω ελεύθερο το πουλάκι•

    отпустить заключнного из тюрьмы αφήνω ελεύθερο το φυλακισμένο.

    || παλ. απολύω, διώχνω (αποτην υπηρεσία).
    2. χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγω•

    отпустить вервку λασκάρω την τριχιά.

    || αμ. εξασθενίζω, αδυνατίζω, ξεπέφτω μειώνομαι, ελαττώνομαι λιγοστεύω•

    мороз -ил το κρύο ξέπεσε.

    || περνώ, παύω, σταματώ•

    боль сразу меня -ла ο πόνος αμέσως με άφησε.

    3. αφήνω να μεγαλώσει•

    отпустить усы αφήνω μουστάκια.

    4. δίνω, χορηγώ, παρέχω. || παραχωρώ, εκχωρώ ψηφίζω κονδύλιο. || πουλώ•

    отпустить товар πουλώ εμπόρευμα.

    5. λέγω, προφέρω εκστομίζω•

    отпустить кошшмнты λέγω κοπλιμέντα•

    отпустить умное слово λέγω πετυχημένη (έξυπνη) λέξη.

    6. παλ. συγχωρώ (αμαρτία, λάθος κ.τ.τ.).
    7. τροχίζω, ακονίζω.
    8. δένω•

    отпустить сталь αφήνω (εκθέτω) να δέσει το ατσάλι.

    χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отпустить

  • 87 перемолвить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ. (απλ.) συνομιλώ, κουβεντιάζω•

    не с кем перемолвить слово δεν έχω με ποιόν να κουβεντιάσω.

    συνομιλώ στα γρήγορα, σύντομα•

    перемолвить несколькими словами с соседом κουβεντιάζω λίγο με το γείτονα.

    Большой русско-греческий словарь > перемолвить

  • 88 печатный

    επ.
    1. τυπογραφικός•

    печатный стэнок μηχανή εκτύπωσης ή τυπογραφικήπιεστήριο, πρέσα.

    2. έντυπος, τυπωμένος•

    -ая книга έντυπο (τυπωμένο) βιβλίο.

    || ως ουσ. -ое το έντυπο.
    3. δημοσιευμένος (στον τύπο).
    4. του τύπου•

    -ые буквы γράμματα του τύπου.

    5. σφραγισμένος, ανάγλυφος.
    εκφρ.
    печатный лист – τυπογραφικό φύλλο•
    - ое слово – το δημοσίευμα•
    - ое дело – τυπογραφική τέχνη.

    Большой русско-греческий словарь > печатный

  • 89 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 90 понятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. ευνόητος, καταληπτός, ευκατάληπτος, εύληπτος, ευκατανόητος•

    мало понятный λίγο καταληπτός•

    трудно -ое слово δυσκολονόητη λέξη.

    || νοητός, καταληπτός.
    2. παλ. βλ. понятливый.
    εκφρ.
    -ое дело ή -ая вещьβλ. понятно (2 ση μ).

    Большой русско-греческий словарь > понятный

  • 91 попомнить

    ρ.σ.
    θυμούμαι, το κρατώ στη μνήμη, δεν ξεχνώ (για εκδίκηση κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    помни моё слово ή меня – θυμήσου τα λόγια μου ή εμένα (θα συμβεί, όπως σου λέγω).

    Большой русско-греческий словарь > попомнить

  • 92 последний

    -яя, -ее
    επ.
    1. τελευταίος, τελικός• (υ)στερνός•

    последний дом на улице το τελευταίο σπίτι της οδού•

    последний параграф τελευταία παράγραφος•

    самый последний ο πιο τελευταίος, ακρο-τελευταίος, ο έσχατος.

    || επιθανάτιος•

    последний час η τελευταία ώρα ή στιγμή•

    -яя воля η επιθανάτια επιθυμία•

    последний вздох ξεψύχισμα.

    || ουσ. ουδ. -ее το τελευταίο•

    отдать и -ее δίνω,και το τελευταίο.

    2. νεότατος•

    -яя мода τελευταία μόδα•

    -ее слово техники η τελευταία λέξη της τεχνικής.

    3. τελειωτικός.
    4. κατώτατος, έσχατος• χείριστος, ο χειρότερος. || απρεπέστατος• υβριστικός.
    εκφρ.
    - ие времена – άσχημοι (δύσκολοι) καιροί•
    до -его – ως εκεί που δεν παίρνει άλλο.

    Большой русско-греческий словарь > последний

  • 93 поэтому

    επίρ.
    γι αυτό να γιατί•
    - я более не верю обещаниям πολλές φορές αυτός δεν κράτησε το λόγο του, γι αυτό πια δεν πιστεύω στις υποσχέσεις του. || (παλ.) συνεπώς, κατά συνέπεια.

    Большой русско-греческий словарь > поэтому

  • 94 право

    -а, πλθ.ουδ.
    1. δικαίωμα•

    избирательное право εκλογικό δικαίωμα•

    гражданские -а τα πολιτικά δικαιώματα•

    право на отдых δικαίωμα ανάπαυσης•

    право на труд δικαίωμα εργασίας•

    право нации на самоотределение δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση•

    -а и объя-занности δικαιώματακαι υποχρεώσεις•

    лишить прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•

    какое вы имеете право τι δικαίωμα έχετε•

    не имеете право δεν έχετε δικαίωμα.

    2. δίκαιο•

    буржуазное право αστικό δίκαιο•

    международное право διεθνές δίκαιο•

    уголовное право ποινικό δίκαιο.

    3. άδεια•

    водительские -а άδεια οδηγού αυτοκινήτου•

    право на охоту άδεια κυνηγίου.

    εκφρ.
    в -е (сделать) – έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι•
    на -ах – με την ιδιότητα•
    по -у – νόμιμα, δικαιωματικά•
    на равных правах – με ίσα δικαιώματα.
    (παρνθ. λ.).
    1. πραγματικά, αλήθεια.
    2. λόγω τιμής, μα την αλήθεια•

    право слово λόγω τιμής.

    Большой русско-греческий словарь > право

  • 95 предоставить

    ρ.σ.μ.
    1. παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ• δίνω• προσφέρω•

    предоставить возможность παρέχω τη δυνατότητα•

    предоставить место παραχωρώ τη θέση.

    2. αφήνω, επιτρέπω•

    он -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το καλύτερο.

    || εγκαταλείπω•

    предоставить на волю судьбы αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης.

    || αναθέτω.
    εκφρ.
    предоставить самому (самим) себе – αφήνω μόνον του να πράξει (όπως θέλει)•
    предоставить слово – δίνω το λόγο (να μιλήσει)•
    предоставить себе право – επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > предоставить

  • 96 приворотить

    -рочу, -рочишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω κυλίοντας.
    2. κάμπτω, λυγίζω, γέρνω. || στρέφω, στρίβω, γυρίζω.
    3. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ,διαβαίνω. || πλησιάζω πλέονταζ πλέω προς.
    4. μεταφέρω.
    5. προσθέτω, λέγω παραπάνω•

    приворотить слово προσθέτω μια λέξη.

    6. βλ. приворожить.

    Большой русско-греческий словарь > приворотить

  • 97 проглотить

    -лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταπίνω•

    проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.

    2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•

    проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.

    3. μτφ. δεν εκφέρω•

    проглотить слово καταπίνω τη λέξη.

    4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.
    εκφρ.
    проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•
    язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα).

    Большой русско-греческий словарь > проглотить

  • 98 производный

    επ.
    παράγωγος•

    -ая величина το παράγωγο ποσό•

    -ое слово παράγωγη λέξη.

    Большой русско-греческий словарь > производный

  • 99 пятисложный

    επ.
    πεντασύλλαβος•

    -ое слово πεντασύλλαβη λέξη.

    Большой русско-греческий словарь > пятисложный

  • 100 решающий

    επ. από μτχ.
    αποφασιστικός, κύριος, βασικός•

    решающий фактор αποφασιστικός παράγοντας•

    ему пренадлежитъ -ее слово τελικά θα γίνει όπως το θέλει αυτός•

    решающий момент αποφασιστική στιγμή.

    εκφρ.
    с -им голосом – με δικαίωμα ψήφου.

    Большой русско-греческий словарь > решающий

См. также в других словарях:

  • СЛОВО — ср. исключительная способность человека выражать гласно мысли и чувства свои; дар говорить, сообщаться разумно сочетаемыми звуками; словесная речь. Человеку слово дано, скоту немота. Слово есть первый признак сознательной, разумной жизни. Слово… …   Толковый словарь Даля

  • слово — (3) 1. Высказывание; то, что сказано: Тогда великыи Святъславъ изрони злато слово слезами смѣшено, и рече: О моя сыновчя, Игорю и Всеволоде! 26. Отъвѣщашя ему июдеи: „Мы законъ имаамъ и по закону нашему дължънъ есть умрѣти, яко сынъ божии творить …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • СЛОВО — 1. СЛОВО1, слова, мн. слова, слов и (устар., ритор.), словеса, словес, ср. 1. Единица речи, представляющая сою звуковое выражение отдельного предмета мысли. Произнести слово. Написать слово. Порядок слов в речи. Словарь иностранных слов. Русское… …   Толковый словарь Ушакова

  • СЛОВО — 1. СЛОВО1, слова, мн. слова, слов и (устар., ритор.), словеса, словес, ср. 1. Единица речи, представляющая сою звуковое выражение отдельного предмета мысли. Произнести слово. Написать слово. Порядок слов в речи. Словарь иностранных слов. Русское… …   Толковый словарь Ушакова

  • Слово —     СЛОВО одно из труднейших общих понятий языковедения, к сожалению еще мало разработанное. Несмотря на то, что сам человеческий язык определяется обычно, как «язык слов» в отличие от языка нерасчлененных представлений у животных, языка жестов у …   Словарь литературных терминов

  • Слово — Речь * Афоризм * Болтливость * Грамотность * Диалог * Клевета * Красноречие * Краткость * Крик * Критика * Лесть * Молчание * Мысль * Насмешка * Обещание * Острота * …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • слово — 1. СЛОВО, а; мн. слова, слов, ам и (устар.). словеса, словес, ам; ср. 1. Единица языка, служащая для называния отдельного понятия. Повторить с. Запомнить с. Написать с. Употребить с. Перевести с. Подчеркнуть с. Искать подходящее с. Незнакомое с.… …   Энциклопедический словарь

  • Слово — 1. СЛОВО, а; мн. слова, слов, ам и (устар.). словеса, словес, ам; ср. 1. Единица языка, служащая для называния отдельного понятия. Повторить с. Запомнить с. Написать с. Употребить с. Перевести с. Подчеркнуть с. Искать подходящее с. Незнакомое с.… …   Энциклопедический словарь

  • слово — Речение, выражение, название, термин, вокабула. Ср …   Словарь синонимов

  • СЛОВО — СЛОВО, а, мн. слова, слов, словам, ср. 1. Единица языка, служащая для наименования понятий, предметов, лиц, действий, состояний, признаков, связей, отношений, оценок. Знаменательные и служебные слова. Происхождение слов. С. в с. (о переводе,… …   Толковый словарь Ожегова

  • Слово — или Логос это священный звук, первый элемент в процессе материального проявления. Слово имеет созидательную силу. Кетцалькоатль и Хуракан создали мир произнесением слова Земля. Спаситель это воплощенное Слово. В индуизме и буддизме Слово как… …   Словарь символов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»