-
1 шибать
ρ.δ. (απλ.).1. ρίχνω, πετώ•шибать камнями πετώ πέτρες.
2. μ. χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα.3. επιδρώ, επενεργώ έντονα• αισθάνομαι δριμεία οσμή.εκφρ.слеза -ает – απλ. δακρύζω (από ενθουσιασμό, συγκίνηση κλπ.).
1 шибать
шибать камнями πετώ πέτρες.