Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

силы

  • 81 испытать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испытанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. δοκιμάζω•

    -новый станок δοκιμάζω την καινούρια εργατομηχανή•

    испытать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου•

    испытать верность, δοκιμάζω την πίστη.

    2. αισθάνομαι, νοιώθω•

    испытать угрызения обвести αισθάνομαι τύψη της συνείδησης•

    испытать голод νοιώθω πείνα.

    3. υποφέρω, περνώ•

    испытать последствия... δοκιμάζω τις συνέπειες... испытать все мытарства υποφέρω όλα τα βάσανα.

    Большой русско-греческий словарь > испытать

  • 82 истратить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истраченный ρ.σ.μ. ξοδεύω, δίαπανώ•

    все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα•

    истратить все силы καταναλώνω όλες τις δυνάμεις•

    истратить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    ξοδεύομαι, δαπανώμαι• καταναλώνομαι. || καταξοδεύομαι•

    за этот месяц я -лся αυτό το μήνα καταξοδεύτηκα.

    Большой русско-греческий словарь > истратить

  • 83 исчерпать

    ρ.σ.μ. εξαντλώ• καταναλώνω, ξοδεύω, τελειώνω•

    исчерпать весь запас εξαντλώ όλο το απόθεμα•

    силы исчерпаны οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν•

    исчерпать средства εξαντλώ τα μέσα•

    исчерпать вопрос εξαντλώ το θέμα•

    исчерпать повестку дня εξαντλώ την ημερήσια διάταξη.

    εξαντλούμαι• καταναλώνω, ξοδεύομαι, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > исчерпать

  • 84 мерить

    -рю, -ришь
    κ. (απλ.) мерять, -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. μετρώ, καταμετρώ•

    мерить температуру μετρώ τη θερμοκρασία•

    мерить глубину μετρώ το βάθος.

    || μτφ. προσδιορίζω, υπολογίζω, εκτιμώ•

    мерить силы врага εκτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    || μτφ. βαδίζω, βηματίζω, διανύω,πηγαινοέρχομαι.
    2. προβάρω, κάνω πρόβα, δοκιμάζω.
    εκφρ.
    мерить вёрсты – μετρώ τα βέρστια(διανύω μεγάλες αποστάσεις)•
    мерить глазами (взглядом, взором) – μετρώ (εκτιμώ) με το μάτι•
    мерить тою же мерою (ή в ту же -у) – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα).
    1. μετριέμαι, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω• αλληλομετριέμαι.
    2. μετρώ το ύψος μου.

    Большой русско-греческий словарь > мерить

  • 85 надеяться

    -юсь, -ешься
    ρ.δ.
    1. ελπίζω•

    -юсь завтра вернуться ελπίζω αύριο να επιστρέψω•

    -юсь на успех ελπίζω να πετύχω•

    на свой силы ελπίζω (στηρίζομαι,) στις δυνάμεις μου•

    он не -лся вас видеть αυτός δεν έλπιζε να σας ιδεί.

    2. βασίζομαι, στηρίζομαι•

    на него вполне можно надеяться σ αυτόν μπορείτε να βασίζεστε πλέρια•

    надеяться на друга βασίζομαι στο φίλο.

    Большой русско-греческий словарь > надеяться

  • 86 надломить

    -омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надломленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω λίγο, μισοσπάζω, μισοτσακίζω.
    2. μτφ. βλάπτω• χαλνώ•

    надломить здоровье βλάπτω την υγεία•

    горе -ло его τα φαρμάκια τον τσάκισαν•

    работа -ла её την έφαγε η δουλειά.

    θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι λίγο. || μτφ. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι•

    силы -лись οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > надломить

  • 87 наём

    найма α.
    1. μίσθωση, μίσθωμα•

    наём рабочей силы μίσθωση εργατικής δύναμης•

    по -му επι μισθώσει•

    служить по -му υπηρετώ ως μισθωτός.

    2. ενοικίαση, μίσθωση•

    наём квартиры νοίκιασμα διαμερίσματος•

    плата за πληρωμή ενοικίου (ενοίκιο).

    Большой русско-греческий словарь > наём

  • 88 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 89 недооценить

    -ценю, -ценишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недооценённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    υποτιμώ, παραγνωρίζω•

    недооценить силы врага υποτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    Большой русско-греческий словарь > недооценить

  • 90 недостаток

    -тка α.
    1. έλλειψη, ανεπάρκεια•

    за недостаток από έλλειψη•

    по -у в.... από έλλειψη σε... недостаток рабочей силы έλλειψη εργατικής δύναμης.

    2. πλθ. -и έλλειψη των αναγκαίων, ένδεια, φτώχεια.
    3. ατέλεια, μειονέκτημα, ελάττωμα•

    телесные -и σωματικά ελαττώματα.

    || μτφ. αδυναμία•

    -и в работе αδυναμίες στη δουλειά•

    у него есть -и αυτός έχει αδυναμίες.

    εκφρ.
    нет -тка – δεν υπάρχει έλλειψη, υπάρχει επάρκεια.

    Большой русско-греческий словарь > недостаток

  • 91 неравный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    άνισος•

    -ые силы άνισες δυνάμεις•

    неравный брак αταίριαστος (στην ηλικία) γάμος•

    пасть в -ом бой πέφτω σε άνιση μάχη•

    -ая борьба άνισος αγώνας.

    Большой русско-греческий словарь > неравный

  • 92 обожествить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обожествленный, βρ: -лен, -лена, -лено; ρ.σ.μ. θεοποιώ•

    обожествить силы природы θεοποιώ τις δυνάμεις της φύσης.

    Большой русско-греческий словарь > обожествить

  • 93 объединить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. объединённый, βρ: -нён, -нена, -нею; ενώνω, συνδέω, ενοποιώ συγχωνεύω•

    объединить силы -ενώνω τις δυνάμεις•

    объединить два института в один συγχωνεύω δυο ινστιτούτα σε ένα.

    ενώνομαι, συνενώνομαι κπλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > объединить

  • 94 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 95 оттащить

    -ащу, -ащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μεταφέρω, μετακινώ, κουβαλώ σέρνοντας, τραβώντας• αναμερίζω τραβώντας. || μτφ. αποσπώ.
    (απλ.) μετακινούμαι με δυσκολία, αργά•

    нет у мени силы оттащить δεν έχω δύναμη να μετακινηθώ.

    Большой русско-греческий словарь > оттащить

  • 96 оттянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•

    курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.

    || παρασύρω•

    течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.

    || σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•

    оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•

    вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.

    3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.
    4. (τεχ.)
    επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.
    5. βλ. оттопырить.
    εκφρ.
    оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.
    1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•

    наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.

    2. κρέμομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > оттянуть

  • 97 парализовать

    -зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. парализованный, βρ: -ван, -а, -о;
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. παραλύω, ακινητοποιώ•

    у него -а нога αυτός έπαθε παράλυση του ποδιού.

    2. μτφ. σμπαραλιάζω, εξαρθρώνω•

    парализовать силы противника σμπαραλιάζω τις δυνάμεις του εχθρού.

    παραλύω, παθαίνω παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > парализовать

  • 98 подбросить

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω προς τα πάνω, α-ναρρίπτω•

    подбросить мяч πετώ το τόπι προς τα πάνω.

    || (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, αναπηδώ. || ρίχνω κάτω από•

    подбросить окурок под диван πετώ το αποτσίγαρο κάτω από το ντιβάνι.

    2. απότομα σηκώνω, ανυψώνω• ανατινάσσω,
    3. επιρρίπτω, βάζω επιπλέον. || (για χαρτπ.) δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)•

    подбросить валета ρίχνω βαλέ.

    || στέλλω•

    подбросить свежие силы ρίχνω νέες δυνάμεις..

    4. βάζω, ρίχνω κρυφά•

    подбросить документы ρίχνω κρυφά έγγραφα.

    || αφήνω έκθετο, εκθέτω•

    подбросить младенца εκθέτω βρέφος.

    5. μεταφέρω, πηγαίνω ως•

    -рось его до станции μετάφερε τον ως το σταθμό.

    Большой русско-греческий словарь > подбросить

  • 99 позиция

    θ.
    1. θέση•

    позиция с которой видишь хорошо θέση από την οποία βλέπεις καλά•

    ног в танце η θέση των ποδιών στο χορό•

    пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας.

    || η πόζα.
    2. διάταξη•

    артиллерийская позиция η θέση του πυροβολικού•

    передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέσεις, η πρώτη γραμμή.

    3. άποψη• στάση•

    теоретические -и θεωρητικές θέσεις•

    политика с -и силы πολιτική από θέση ισχύος•

    какую -ю он взял? τι θέση πήρε αυτός;

    Большой русско-греческий словарь > позиция

  • 100 покинуть

    ρ.σ.μ. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ• φεύγω•

    он -ул свою жену αυτός παράτησε τη γυναίκα του•

    покинуть город αφήνω την πόλη•

    -службу φεύγω από την υπηρεσία•

    силы -ли меня οι δυνάμεις με εγκατέλειψαν.

    Большой русско-греческий словарь > покинуть

См. также в других словарях:

  • СИЛЫ — (греч. δυνάμεις), в христианских представлениях один из девяти чинов ангельских. Упоминается в Новом завете (Рим. 8, 38). По классификации Псевдо Дионисия Ареопагита (5 нач. 6 вв.) пятый чин, составляющий вместе с господствами и властями вторую… …   Энциклопедия мифологии

  • силы — • силы, энергия Стр. 1027 Стр. 1028 Стр. 1029 Стр. 1030 …   Новый объяснительный словарь синонимов русского языка

  • силы — беречь силы • мало, использование взялись силы • существование / создание, субъект, начало взять силы • обладание, начало восстанавливать силы • обладание, повтор восстановить силы • обладание, повтор найти силы • обладание, начало напрягать… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • Силы — (Forces) Это понятие используется в йоге и оккультизме в четырех различных значениях. (1) Силы Природы. Они выполняют роль регуляторов равновесия материального мира, и относятся к тем явлениям, которые традиционно изучаются наукой, в частности,… …   Словарь йоги

  • силы — • неисчерпаемые силы • несметные силы …   Словарь русской идиоматики

  • Силы — мн. 1. Все материальное как источник деятельности, движения, изменения. 2. Физическая способность делать, совершать что либо; жизненная энергия, жизнеспособность. 3. Совокупность физической, духовной и умственной энергии человека, необходимой для …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Силы обороны Австралии — Australian Defence Force Эмблема Австралийских сил обороны Основание 1901 год В нынешнем виде с 1976 год Финансы …   Википедия

  • Силы обороны Финляндии — Suomen puolustusvoimat Finlands försvarsmakt …   Википедия

  • Силы специальных операций Литвы — Specialiųjų operácijų pájėgos …   Википедия

  • Силы сторон в Прибалтийской стратегической оборонительной операции — 1941 года Содержание 1 Количество 1.1 СССР 1.2 Германия …   Википедия

  • Силы специальных операций ВС РБ — Силы специальных операций белор. Cілы спецыяльных аперацый Годы существования С 2007 Страна …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»