Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

сапог

  • 1 сапог

    сапог
    м ἡ μπόττα· ◊ два \сапогк пара разг £± κΰλισε ὁ τέντζερης καί βρήκε τό καπάκι.

    Русско-новогреческий словарь > сапог

  • 2 сапоги

    -пот, -ам πλθ. (ενκ. сапог -а α.)
    1. μπότες•

    кожаные -и δερμάτινες μπότες.

    2. ενκ. сапог (απλ.) άνθρωπος απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος• ανόητος.
    εκφρ.
    валяные сапогиβλ. валенки; в сапогах ходит αξίζει (κοστίζει) ακριβά•
    под -ом – κάτω από τη μπότα (υπο την εξουσία, υπο τον ζυγόν, κάτω από τη σκλαβιά).

    Большой русско-греческий словарь > сапоги

  • 3 чистильщик

    чистильщик
    м ὁ καθαριστής:
    \чистильщик сапог ὁ λούστρος, ὁ στιλβωτής.

    Русско-новогреческий словарь > чистильщик

  • 4 взойти

    -иду, -идешь, παρλθ. χρ. взошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. взошедший, επίρ. μτχ. взойдя ρ.σ.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    взойти на гору ανεβαίνω στο βουνό.

    2. βγαίνω, προβάλλω, εμφανίζομαι•

    солнце взошло ο ήλιος ανέτειλε.

    3. φουσκώνω•

    без дрожжей тесто не -ет χωρίς μαγιά το ζυμάρι δε φουσκώνει.

    4. αναφύομαι, φυτρώνω, βγάζω φύτρα•

    семена взошли οι σπόροι φύτρωσαν.

    5. (παλ. κ. απλ.) εισέρχομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω•

    взойти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο.

    || χωρώ•

    не могу больше есть, не взойдет δεν μπορώ να φάω άλλο, δεν περνάει, δεν κατεβαίνει, δε χωράει άλλο.

    6. μπαίνω, χωρώ (για ενδύματα, υποδήματα)•

    этот сапог не -ет мне на ногу αυτή η μπότα δε θα χωρέσει στο πόδι μου.

    Большой русско-греческий словарь > взойти

  • 5 впялить

    ρ.σ.μ. 1. τεντώνω στα δάχτυλα (ύφασμα κ.τ.τ.). 2. (απλ.) βάζω με δυσκολία•

    еле -ил ногу в сапог μόλις και μετά βίας φόρεσα τη μπότα.

    τραβώ, βάζω με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > впялить

  • 6 всунуть

    ρ.σ.μ. βάζω μέσα, χώνω•

    всунуть руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες•

    всунуть ногу в сапог βάζω το πόδι στη μπότα.

    1. μπαίνω μέσα, χώνομαι,
    2. μτφ. επεμβαίνω, αναμιγνύομαι, χώνω τη μύτη μου.

    Большой русско-греческий словарь > всунуть

  • 7 давить

    давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•

    снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•

    житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.

    || μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•

    сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.

    || μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•

    шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.

    || μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•

    она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.

    2. σφίγγω, στενεύω•

    воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•

    сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.

    || μτφ. αισθάνομαι βάρος•

    -ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•

    -ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.

    3. πνίγω, στραγγαλίζω•

    лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.

    4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•

    давить клопов ζουπώ τους κοριούς.

    || πατώ, θανατώνω•

    транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.

    5. °"τίβω•

    давить лимон στίβω το λεμόνι.

    1. πνίγομαι•

    давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.

    || μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).
    2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.
    3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.
    4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.
    5. πατιέμαι στίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > давить

  • 8 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 9 натачать

    ρ.σ.μ. ράβω•

    натачать пять пар сапог ράβω πέντε ζευγάρια μπότες.

    Большой русско-греческий словарь > натачать

  • 10 пара

    θ.
    1. ζευγάρι, ζεύγος•

    пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•

    пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•

    пара сапог ζευγάρι μπότες.

    || αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•

    пара ножниц το ψαλίδι•

    пара брюк το παντελόνι.

    2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•

    он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.

    3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.
    4. огю πρόσωπα μαζί•

    влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•

    танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.

    || ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•

    мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.

    || ταίρι.
    5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•

    можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•

    можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;

    εκφρ.
    в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•
    в -еκ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•
    пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•
    два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι.

    Большой русско-греческий словарь > пара

  • 11 тачка

    θ.
    ράψιμο• γάζωμα•

    тачка сапог ράψιμο των μποτών.

    θ.
    χειράμαξα, καροτσάκι.

    Большой русско-греческий словарь > тачка

  • 12 тащить

    тащу, тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. σύρω, σέρνω, τραβώ•

    тащить на берег невод τραβώ στην ακτή το δίχτυ•

    тащить лодку в воду σύρω τη βάρκα στο νερό•

    тащить чемодан из-под кровати τραβώ τη βαλίτσα από κάτω από το κρεβάτι.

    || βγάζω τραβώντας•

    тащить сапог с ноги τραβώ (να βγάλω) τη μπότα από το πόδι.

    2. κουβαλώ• μεταφέρω•

    тащить на себе рюкзак κουβαλώ το γυλιό.

    || φέρω•тащитьи суп φέρε σούπα.
    3. οδηγώ•

    тащить за руку οδηγώ από το χέρι•

    тащить друга в театр -παίρνω το φίλο στο θέατρο.

    4. βγάζω, εξάγω•

    гвоздь из стены βγάζω το καρφί από τον τοίχο•

    тащить зуб βγάζω το δόντι•

    тащить занозу βγάζω την αγκίδα•

    тащить письмо из кармана βγάζω το γράμμα από την τσέπη.

    5. κλέβω.
    1. σύρομαι, σέρνομαι•

    подол -лся по полу ο ποδόγυρος σέρνονταν στο πάτωμα.

    2. βαδίζω αργά, με δυσκολία•

    он не шл, а -лся αυτός δε βάδιζε, αλλά σέρνονταν.

    3. πηγαίνω, ταξιδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > тащить

  • 13 тереть

    тру, тршь, παρλθ. χρ. трл
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тртый, βρ: трт
    -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. τρίβω• μαλάσσω•

    тереть глаза τρίβω τα μάτια•

    тереть спинку мочалкой τρίβω τη ράχη με το σφουγγάρι,

    2. μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια•

    тереть сыр τρίβω κεφαλοτϋρι•

    тереть морковь τρίβω καρότο.

    || χτυπώ, προξενώ πόνο•

    сапог трёт η μπότα με χτυπά.

    1. τρίβομαι, μαλάσσομαι•

    тереть полотенцем τρίβομαι με την πετσέτα•

    тереть мазью τρίβομαι με την αλοιφή.

    2. ξύνομαι•

    лошадь тртся о дерево το άλογο ξύνεται στο δέντρο.

    3. στριφογυρίζω, συχνάζω, βρίσκομαι.
    4. τρίβομαι (σε λεπτά τεμάχια).

    Большой русско-греческий словарь > тереть

  • 14 чистильщик

    α.
    -ца, -ы θ.
    (εκ)καθαριστής, -ίστρια. || λούστρος•

    чистильщик сапог ο λούστρος υποδημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > чистильщик

См. также в других словарях:

  • САПОГ — муж. чобот южн. высокая обувь, из передов, задников и голенища, с подошвою. | Сапог, у руля речных и береговых судов, наделка сапогом на подводной части руля, для сильнейшего упора воды, мор. рудерпис. | Сапог или сапог с корнем, вост., сев.… …   Толковый словарь Даля

  • САПОГ — САПОГ, сапога, род. мн. сапог, муж. 1. Род мужской обуви с голенищем до колен. Высокие сапоги. Кожаные сапоги. Валеные сапоги (валенки). Охотничьи сапоги. Тачать сапог. «Зарывая носки сапог в снег, он медленно ушел за угол церкви.» Максим Горький …   Толковый словарь Ушакова

  • сапог — два сапога пара.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. сапог кирзач, ичиг, осташи, джимы, чобот, торбаса, ботильон, сапожок, пим, сапожишко, обувь, дурак, опорка, сапожище,… …   Словарь синонимов

  • сапог — сапог, род. мн. сапог и устарелое сапогов. Вариант сапогов был широко употребительным в XIX веке. Он зафиксирован у Н. Гоголя, А. Пушкина, М. Лермонтова, Н. Некрасова, И. Тургенева, Ф. Достоевского, А. К. Толстого и мн. др. Например, у Л.… …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • САПОГ — передний вертикальный брус деревянного барочного руля. Самойлов К. И. Морской словарь. М. Л.: Государственное Военно морское Издательство НКВМФ Союза ССР, 1941 …   Морской словарь

  • сапог — – мент. EdwART. Словарь автомобильного жаргона, 2009 …   Автомобильный словарь

  • сапог — САПОГ, а, м. 1. Дурак, тупица. 2. Безотказная женщина. 3. Милиционер, военный …   Словарь русского арго

  • САПОГ — Войти в сапог. Новг. Одобр. Попасть в благоприятную обстановку. НОС 1, 132. Выобуть из сапог в лапти кого. Волог. Разорить кого л. СРНГ 5, 321; Мокиенко 1990, 129. Керзовый сапог. Печор. Пренебр. О коже лица с глубокими порами. СРГНП 1, 309.… …   Большой словарь русских поговорок

  • сапог — Старославянское – сапогъ. Древнерусское – сапогъ. Слово «сапог» было известно в древнерусском языке с XI в., куда пришло из старославянского в форме «сапогъ» и со значением «твердая кожаная обувь». Древнерусское «сапогъ» было синонимично слову… …   Этимологический словарь русского языка Семенова

  • Сапог — Юфтевые солдатские сапоги Сапоги  вид …   Википедия

  • сапог — 1. [6/1] Неопытный или малоопытный работник милиции. Уголовный жаргон 2. [3/5] Половина стакана водки. Уголовный жаргон 3. [0/3] Очень крепкий чай, практически чифирь. Мужики на рыбалке ночью сапог заваривают. Мужицкий сленг 4. [0/4] Темнокожий,… …   Cловарь современной лексики, жаргона и сленга

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»