Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

саду

  • 1 нет!

    нет||!
    ἔ, ὄχι!, ἔ, ὄχι δά!· право же \нет! ὄχι μά τήν ἀλήθεια·
    2. частица усил. разг (обычно не переводится):
    \нет!, ты только посмотри́, что за прелесть! γιά κύταξε τί ἀριστούργημα!·
    3. безл (не имеется) δέν ὑπάρχει, δέν ἔχω:
    \нет! писем δέν ὑπάρχουν γράμματα· \нет! сомнения δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία· у него́ \нет! средств δέν ἔχει τά μέσα· у меня \нет! времени δέν ἔχω καιρό· \нет! ничего удивительного τίποτε τό περίεργον чего́ там только \нет! καί τί δέν ἔχει·
    4. безл (об отсутствии определенных лиц) перев. личн. формами δέν είμαι:
    их \нет! в саду δέν εἶναι στον κήπο· его \нет! αὐτός ἀπουσιάζει, δέν εἶναι ἐδῶ· сестры \нет! дома ἡ ἀδελφή δέν εἶναι στό σπίτι· там никого \нет! δέν ὑπάρχει κανείς ἐκεϊ· его \нет! больше (он умер) αὐτός δέν ὑπάρχει πλέον, (ἀ)πέθανε· ◊ она \нет! да и напишет ποῦ καί ποῦ γράφει· \нет! как \нет! ἄφαντος ἐγινε· свести на \нет! ἐκμηδενίζω· на \нет! и суда \нет! погов. ἀφοῦ δέν ἔχεις τί νά γίνει.

    Русско-новогреческий словарь > нет!

  • 2 померзиуть

    померз||иуть
    сов (о растениях) разг παγώνω, ξεπαγιάζω:
    все яблони в саду \померзиутьли ὅλες οἱ μηλιές τοῦ κήπου πάγωσαν.

    Русско-новогреческий словарь > померзиуть

  • 3 взвыть

    взвою, взвоешь, ρ.σ.
    1. ουρλιάζω ξαφνικά•

    в саду -ла собака στον κήπο ούρλιαξε ξαφνικά το σκυλί.

    2. ολολύζω. || μτφ. στενάζω, αγκομαχώ•

    работа такая, что -ешь η δουλιά είναι τέτοια, που στενάζεις, αγκομαχάς.

    Большой русско-греческий словарь > взвыть

  • 4 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 5 погореть

    -рю, -ришь
    ρ.σ.
    1. βλ. гореть.
    2. • καίγομαι, πυρπολούμαι• (για όλο, πολύ)•

    деревня -ла το χωριό κάηκε.

    || καταστρέφομαι α-πο την πυρκαγιά, γίνομαι πυροπαθής.
    3. ξηραίνομαι•

    цветы в саду -ли τα λουλούδια στον κήπο κάηκαν.

    4. σαπίζω, ανάβω•

    мокрое сено -ло в стогу το βρεγμένο (υγρό) χόρτο στη θημωνιά σάπισε.

    5. καίγομαι (για ένα χρονικό διάστημα).
    6. μτφ. την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > погореть

  • 6 притоптать

    ρ.σ.μ. ποδοπατώ, τσαλαπατώ.
    ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι•

    трава в саду -лась το χορτάρι στον κήπο τσαλαπατήθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > притоптать

  • 7 расцвести

    -ету, -етшь, παρλθ. χρ. расцвл
    -цвела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. расцветший
    ρ.σ.
    ανθίζω, λουλουδίζω•

    миндаль -цвл η μυγδαλιά άνθισε•

    сирень в саду -цвела η πασχαλιά στον κήπο άνθισε.

    || μτφ. ομορφαίνω, γίνομαι σαν το λουλούδι. || χαίρω, γίνομαι χαρούμενος•

    лицо -цвело улыбкой το πρόσωπο έλαμψε από το χαμόγελο.

    || μτφ. ακμάζω•

    -ла культура άνθισε ο πολιτισμός.

    Большой русско-греческий словарь > расцвести

  • 8 сад

    -а, προθτ. о саде, в саду, πλθ. сады α.
    κήπος, δεντρόκηπος, περιβόλι•

    вишнёвый сад βυσσινόκηπος.

    εκφρ.
    ботанический сад – βοτανικός κήπος•
    зоологический сад – ζωολογικός κήπος.

    Большой русско-греческий словарь > сад

  • 9 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 10 чирикать

    ρ.δ. (για μερικά πτηνά)• τσιτσιρίζω, τερετίζω•

    в саду -гот воробьи στον κήπο τσιτσιρίζουν τα σπουργίτια.

    || βγάζω, παράγω ήχο τσιρ.

    Большой русско-греческий словарь > чирикать

См. также в других словарях:

  • САДУ — система автоматизированного диспетчерского управления Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • Саду — á Для термина этой статьи надо поставить правильное ударение. Саду: Саду (порт. Sado)  район (фрегезия) в Португалии, в округе Сетубал. Река Саду (порт. Rio Sado)  река в южной части Португалии. Саду (рум. Sadu)  коммуна в Румынии …   Википедия

  • Саду (река) — У этого термина существуют и другие значения, см. Саду. á Для термина этой статьи надо поставить правильное ударение. Саду порт. Rio Sado …   Википедия

  • Саду (Сетубал) — У этого термина существуют и другие значения, см. Саду. á Для термина этой статьи надо поставить правильное ударение. Район Саду (Сетубал) Sado (Setúbal) …   Википедия

  • Саду — (Sado)         река на Ю. Португалии. Длина 175 км, площадь бассейна 7,6 тыс. км2. Берёт начало в отрогах гор Серра да Алгарви, впадает в залив Сетубал Атлантического океана, образуя эстуарий, отгороженный от открытой части залива песчаным баром …   Большая советская энциклопедия

  • САДУ — система автоматизированного диспетчерского управления …   Словарь сокращений русского языка

  • САДУ́ЛЬ (Sadoul) Жорж — (Sadoul) Жорж (1904–67), франц. киновед. Участвовал в Движении Сопротивления. Тр. по истории киноиск ва …   Биографический словарь

  • История памятника революционерам и мыслителям в Александровском саду — История возникновения памятника революционерам и мыслителям (бывший обелиск в честь 300‑летия династии Романовых) берет свое начало в 1912 году, когда проект обелиска (под девизом Правда ), разработанный скульптором Сергеем Власьевым, заслужил… …   Энциклопедия ньюсмейкеров

  • Сцена в саду Раундхэй — Roundhay Garden Scene …   Википедия

  • Смерть в этом саду (фильм) — Смерть в этом саду La mort en ce jardin Жанр драма приключения Режиссёр Луис Бунюэль Продюсер Оскар …   Википедия

  • Сцена в саду Роундхэй — Roundhay Garden Scene Жанр документальный фильм Режиссёр Луи Ле Принц В главных ролях …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»