-
1 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция