-
21 настроение
-я ουδ.1. διάθεση (ψυχική)•хорошее настроение καλή διάθεση, ευδιαθεσία•
плохое αδιαθεσία, δυσθυμία, αθυμιά, κακοκεφιά•
унылое настроение μελαγχολία, βαρυθυμιά•
испортить χαλνώ τη διάθεση•
быть не в -и δεν έχω κέφι•
у меня нет -я δεν έχω διάθεση.
2. επιθυμία, όρεξη•работать с -ем δουλεύω ορεξάτα.
εκφρ.настроение умов – διάθεση των πνευμάτων•человек -я – άνθρωπος ευμετάβλητων διαθέσεων. -
22 подполье
-я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.1. υπόγειο•спуститься в подполье κατεβαίνω στο υπόγειο.
2. παρανομία•работать в подполье δουλεύω στην παρανομία•
партия находится в подполье το κόμμα είναι στην παρανομία•
глубокое подполье βαθιά παρανομία•
уйти в подполье περνώ στην παρανομία.
|| αθρσ. οι παράνομοι. -
23 у
у 1επιφ. κραυγής• ου!у 2επιφ.1. αγανάκτησης• ουφ!2. φόβου• ου!3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•
отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•
поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•
сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.
|| στον, στην, στο•сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•
мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•
работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•
быть у власти είμαι εξουσία•
у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.
|| у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•
|| μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•
у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.
|| απο, εκ•взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.
|| σε, εις•смотри у меня κοίτα σε μένα.
-
24 шаблон
-а α.1. ιχνάριο, σχέδιο, πρότυπο, τύπος• οδηγός• περίγραμμα• το στάμπο (χρωματισμού).2. μτφ. το στερεότυπο, το μονότονο•работать по -у δουλεύω στερεότυπα.
-
25 шахта
-и θ.ορυχείο• μεταλλείο• ανθρακωρυχείο•работать в -ах δουλεύω στα ορυχεία.
-
26 штука
-и θ.1. κομμάτι, τεμάχιο• ένα από τα πολλά όμοια πράγματα• πράγμα, αντικείμενο•пять штук сахара πέντε κομμάτια ζάχαρη•
штука полотна ένα κομμάτι ύφασμα•
работать от -и δουλεύω με το κομμάτι•
сорок штук рогатого скота σαράντα κερασφόρα ζώα•
двадцать штук арбузов είκοσι κομμάτια καρπούζια.
2. τέχνασμα, κόλπο, μηχανή• τερτίπι. || πονηριά, πανουργία• διαβολιά. || φαινόμενο• υπόθεση-περιστατικό. || άνθρωπος πονηρός.3. τόπι υφάσματος άθικτο (αναρχίνηγο).εκφρ.не -а – δεν είναι κανένα πράγμα δύσκολο•вот так -! – νά σου πράγμα! -
27 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
28 прохладца
прохлад||цаж:работать с \прохладцацей разг δουλεύω ἄκεφα, δουλεύω μέ τό στανιό, ἐργάζομαι χωρίς ἐνθουσιασμό. -
29 проработать
1. (работать определённое время где-л.) εργάζομαι, δουλεύω 2. (изучить что-л., всесторонне ознакомиться с чем-л.) μελετώ, ερευνώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проработать
-
30 сотрудничество
η συνεργασί/αη σύμπραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сотрудничество
-
31 действовать
действоватьнесов1. (поступать) ἐνεργῶ, δρω, πράττω:\действовать осторожно ἐνεργώ προσεκτικά, ἐνεργῶ μέ περίσκεψη· \действовать сообща с кем-л. ἐνεργῶ (или δρω) ἀπό κοινοῦ (или μαζί) μέ κάποιον2. (функционировать) λειτουργώ/ δουλεύω, ἐργάζομαι (работать):у меня не \действоватьует нога δέν μπορώ νά κουνήσω τό πόδι μου·3. (чем-либо) χρησιμοποιώ:\действовать ножом χρησιμοποιώ μαχαίρι· \действоватьуя локтями, он выбрался из толпы σπρώχνοντας μέ τους ἀγκώνες, βγήκε ἀπό τό πλήθος·4. (оказывать действие) ἐπιδρϋ):\действовать на нервы πειράζω στά νεΰρα· \действовать успокоительно ἐπιδρῶ καταπραϋντικά, καταπραύνω· \действовать лаской χρησιμοποιώ χάδια· на него́ ничего не \действоватьует αὐτός δέν ἀκούει τίποτε·5. (о законе и т. п.) ἰσχύω. -
32 за
запредлог с вин. и твор. под.1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·5. (в течение) στή διάρκεια σέ:заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·7. (при прикосновении):брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·9. (вместо) γιά:работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·10. (при указании стоимости, цены):купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα. -
33 мощиость
мо́щи́||остьж ἡ δύναμη [-ις], ἡ ἰσχύς:работать на полную \мощиость δουλεύω μέ πλήρη ἀπόδοση. -
34 наравне
наравненареч1. (на одной линии) στήν ίδια γραμμή, στό ίδιο ἐπίπεδο·2. (одинаково) τό ίδιο μέ...:работать \наравне с кем-л. δουλεύω τό ἰδιο μέ κάποιον. -
35 перерабатывать
перерабатыватьнесов, переработать сов ι. κατεργάζομαι, ἐπεξεργάζομαι:\перерабатывать сырье κατεργάζομαι τις πρώτες Ολες·2. (переделывать) ξαναδουλεύω κάτι, διορ-Φνο·3. (работать сверх положенного времени) δουλεύω ὑπερωρίες. -
36 задаром
επίρ.(απλ.) δωρεάν, τζάμπα•работать задаром δουλεύω χωρίς απολαβή.
|| πάμφτηνα•купить задаром αγοράζω πάμφτηνα.
|| άδικα, άσκοπα, στα χαμένα•пропасть задаром χάνομαι (πεθαίνω) άδικα.
-
37 мощность
-и θ.1. δύναμη•мощность голоса δύναμη της φωνής.
2. πάχος, χόντρος.3. (τεχ.) ισχύς•мощность двигателя η ισχύς του! κινητήρα•
работать на полную мощность δουλεύω με πλήρη απόδοση•
мощность электрического тока ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος.
4. πλθ. -и παραγωγικά έργα (εργοστάσια, μηχανές κ.τ.τ.). -
38 непутём
επίρ.1. όχι σωστά, όχι όπως πρέπει άσχημα•работать непутём δε δουλεύω όπως πρέπει•
непутём начато и непутём кончится παρμ. άσχημα άρχισες, άσχημα θα τελειώσεις.
2. παλ. ασυνήθιστα. -
39 смена
-ы θ.1. αλλαγή• εναλλαγή• αντικατάσταση•смена караула αλλαγή φρουράς•
смена кабинета αλλαγή κυβέρνησης•
смена дня и ночи εναλλαγή μέρας και νύχτας.
2. η βάρδια•первая η πρώτη βάρδια•
вторая смена η δεύτερη βάρδια•
работать в две -ы δουλεύω δυο βάρδιες.
|| αποστολή.3. μτφ. η νέα γενιά.4. αλλαξιά (ρούχων)•возьмите с собою одну -у белья πάρτε μαζί σας μια αλλαξιά ρούχα.
εκφρ.на -у – σε αντικατάσταση. -
40 утро
утра (с утра, до утра), утру (к утру, по утру), πλθ. утра, утр, утрам ουδ. το πρωί, το πρωινό, η πρωία•работать с -а до вечера δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ•
под -ом κοντά το πρωί•
на следующее утро το άλλο πρωί•
с самого -а από το πρωί•
с раннего -а από νωρίς το πρωί•
к -у κατά το πρωί.
εκφρ.на утро – (επίρ.) το πρωί•с добрым -ом – κ. доброе καλημέρα (χαιρετισμός).
- 1
- 2