-
1 εκπεριερχομαι
( с или из какого-л. места) обходить, объезжать, огибать(ἐκπεριελθεῖν τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.; δι΄ Ἀρκαδίας Plut.)
ὀλίγον ἐκπεριελθών Luc. — пустившись немного в обход
1 εκπεριερχομαι
(ἐκπεριελθεῖν τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.; δι΄ Ἀρκαδίας Plut.)