-
1 предпоследний
предпоследнийприл προτελευταίος:\предпоследний слог ἡ προτελευταία συλλαβή, ἡ παραλήγουσα. -
2 предпоследний
-яя, -ееεπ.προτελευταίος•-яя глава романа το προτελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος•
предпоследний слог η παραλήγουσα α (συλλαβή).
-
3 слог
η συλλαβήчитать по - ам συλλαβίζω, διαβάζω συλλαβιστάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слог
-
4 слог
слогм1. ἡ συλλαβή:последний \слог ἡ λήγουσα, ἡ τεχεϋταία συλλαβή· предпоследний \слог ἡ παραλήγουσα· читать по \слогам συλλαβίζω> διαβάζω συλλαβιστά·2. (стиль) τό ὕφος> τό στύλ.