Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

право+-+ы+δικαίωμα+-+ης

  • 41 оставить

    оставить
    сов, оставлять несов
    1. ἀφήνω:
    \оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·
    2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:
    \оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·
    3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:
    \оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·
    4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:
    \оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα!

    Русско-новогреческий словарь > оставить

  • 42 отдых

    отдых
    м ἡ ἀνάπαυση [-ις], ἡ ήσυχία, ἡ ἀνάπαυλα / ἡ ἀνακούφιση (передышка):
    дом \отдыха τό ἀναπαυτήριο, ὁ οίκος ἀναπαύσεως· день \отдыха ἡ ήμερα σχόλης (или ἀναπαύσεως)· право на \отдых τό δικαίωμα τής ἀνάπαυσης.

    Русско-новогреческий словарь > отдых

  • 43 пользование

    пользовани||е
    с ἡ χρήση [-ις], ἡ μετα-χείριση [-ις], ἡ χρησιμοποίηση [-ις]:
    в личном \пользованиен στήν προσωπική χρήση· право \пользованиея юр. τό δικαίωμα χρήσεως, ἡ ἐπικαρπία· места́ общего \пользованиея οἱ χώροι κοινής χρήσεως.

    Русско-новогреческий словарь > пользование

  • 44 самоопределение

    самоопределение
    с полит ἡ αὐτοδιάθεση [-ις]:
    право наций на \самоопределение τό δικαίωμα τῶν ἐθνών γιά τήν αὐτοδιάθεση.

    Русско-новогреческий словарь > самоопределение

  • 45 сохранять

    сохранять
    несов
    1. φυλάγω, φυλάττω, διατηρώ, διαφυλάγω/ (δια)σώζω (спасать)·
    2. (удерживать) διατηρώ, (δια)φυλάττω, φυλάγω:
    \сохранять здоровье (δια)φυλάττω τήν ὑγεία (μου)· \сохранять мир διαφυλάττω τήν είρἡνη· \сохранять за собой право ἐπιφυλάσσομαι νά..., διατηρώ γιά τόν ἐαυτό μου τό δικαίωμα· \сохранять спокойствие μένω ἀτάραχος, μένω ήρεμος· \сохранять хладнокровие τηρῶ ψυχραιμία, μένω ψύχραιμος.

    Русско-новогреческий словарь > сохранять

  • 46 убежище

    убежищ||е
    с
    1. τό ἄσυλο[ν], ἡ ἀσυλία:
    давать \убежище δίνω ἄσυλο, παρέχω ἄσυλον право \убежищеа полит τό δικαίωμα ἀσυλίας·
    2. (сооружение) τό καταφύγιο[ν], τό ἀμ-πρί.

    Русско-новогреческий словарь > убежище

  • 47 всеобщий

    επ.
    γενικός, καθολικός, πάγκοινος. -ая радость γενική χαρά•

    -ее избирательное право καθολικό εκλογικό δικαίωμα•

    -ая забастовка γενική απεργία.

    Большой русско-греческий словарь > всеобщий

  • 48 выговорить

    ρ.σ.μ.
    1. προφέρω, αρθρώνω, λέγω•

    он не -ил ни слова αυτός δεν έβγαλε ούτε λέξη.

    2. επιφυλάσσω, διατηρώ•

    выговорить себе право επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.

    3. αμ. (συνήθως με τις λέξεις: до конца, все κλπ. τα λέγω όλα, μέχρι τέλους (κατά την ομιλία).
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > выговорить

  • 49 жизнь

    θ.
    1. ζωή (κίνηση της ύλης)•

    возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.

    2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•

    остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,

    3. ο τρόπος της ζωής•

    общественная жизнь κοινωνική ζωή•

    хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•

    образ -и ο τρόπος της ζωής•

    праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.

    || βίος, ζωή•

    семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•

    духовная жизнь πνευματική ζωή•

    сидячая жизнь καθιστική ζωή•

    борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•

    вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•

    зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•

    средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•

    зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•

    лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•

    жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•

    никогда в -и ποτέ στη ζωή•

    покушение на жизнь απόπειρα φόνου•

    обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•

    жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.

    εκφρ.
    дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•
    прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•
    подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•
    право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•
    условия -и – συνθήκες ζωής•
    меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•
    - и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•
    ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > жизнь

  • 50 заработать

    ρ.σ.
    κερδίζω, βγάζω χρήματα• заработать 1200 рублей βγάζω 1200 ρούβλια•

    заработать себе на жизнь βγάζω τα προς του ζειν.

    || αποκτώ με τη δουλειά μου•

    заработать право на отдых αποκτώ με τη δουλειά μου το δικαίωμα ανάπαυσης.

    || (σκωπτικά) αμείβομαι, πληρώνομαι για τη συμπεριφορά•

    заработать выговор τιμωρούμαι για τη συμπεριφορά.

    || αρχίζω τη δουλειά ή να δουλεύω.
    παραδουλεύω, κουράζομαι από τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > заработать

  • 51 ношение

    ουδ.
    μεταφορά, μετακόμιση, κουβάλημα. || γρήγορη μεταφορά. || φορά (ανέμου κ.τ.τ.).
    το να φέρει (έχει) μαζί του•

    право на ношение оружия το δικαίωμα οπλοφορίας.

    Большой русско-греческий словарь > ношение

  • 52 образование

    ουδ.
    σχηματισμός• διαμόρφωση• δημιουργία, συγκρότηση•

    образование горных пород σχηματισμός των πετρωμάτων•

    образование государства δημιουργία του κράτους.

    ουδ.
    μόρφωση• εκπαίδευση, παιδεία•

    начальное образование στοιχειώδης εκπαίδευση•

    среднее образование μέση εκπαίδευση•

    высшее !образованиеανώτερη εκπαίδευση•

    право на образование δικαίωμα μόρφωσης•

    дать (давать) образование δίνω μόρφωση, μορφώνω•

    специальное образование ειδική μόρφωση.

    Большой русско-греческий словарь > образование

  • 53 отдых

    α.
    ανάπαυση, ξεκούραση•

    он нуждается в -е αυτός έχει ανάγκη ανάπαυσης•

    дом -а σπίτι ανάπαυσης•

    иметь право на отдых έχω δικαίωμα ανάπαυσης•

    день -а μέρα σχόλης ή ανάπαυσης.

    εκφρ.
    без -а – χωρίς ανάπαυση (συνεχώς, αδιάκοπα)•
    ни -у, ни сроку не давать кому – δεν αφήνω σε στασιό κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > отдых

  • 54 предоставить

    ρ.σ.μ.
    1. παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ• δίνω• προσφέρω•

    предоставить возможность παρέχω τη δυνατότητα•

    предоставить место παραχωρώ τη θέση.

    2. αφήνω, επιτρέπω•

    он -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το καλύτερο.

    || εγκαταλείπω•

    предоставить на волю судьбы αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης.

    || αναθέτω.
    εκφρ.
    предоставить самому (самим) себе – αφήνω μόνον του να πράξει (όπως θέλει)•
    предоставить слово – δίνω το λόγο (να μιλήσει)•
    предоставить себе право – επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > предоставить

  • 55 предоставление

    ουδ.
    παροχή, χορήγηση, δόσιμο• παραχώρηση, εκχώρηση•

    предоставление кредита παροχή πίστωσης•

    предоставление жилой площади χορήγηση οικόπεδου•

    предоставление работы παροχή εργασίας•

    с -ем себе право επιφυλάσσοντας στον εαυτό μου το δικαίωμα•

    предоставление права παραχώρηση δικαιώματος.

    Большой русско-греческий словарь > предоставление

  • 56 самоопределение

    ουδ.
    αυτοδιάθεση•

    право наций на самоопределение δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > самоопределение

  • 57 сохранить

    -нго, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сохраненный, -нен, -нена, -нею
    ρ.σ.μ.
    1. διατηρώ: διαφυλάσσω, διαφυλάγω•

    сохранить чужое имущество διαφυλάγω ξένα πράγματα•

    сохранить что-н. на память φυλάγω (διατηρώ) κάτι για ενθύμιο.

    || τηρώ•

    сохранить порядок τηρώ την τάξη.

    || κρατώ•

    сохранить верность присяге κρατώ πίστη στον όρκο•

    сохранить хладнокровие κρατώ ψυχραιμία.

    || προστατεύω•

    сохранить здоровье φυλάγω την υγεία.

    || διατηρώ, κρατώ•

    сохранить равновесие κρατώ την ισορροπία.

    2. προφυλάσσω•

    сохранить продукты от плесени προφυλάσσω τα τρόφιμα από τη μούχλα•

    -одежду от моли φυλάγω τα ενδύματα, από το σκόρο.

    || σώζω, διαφυλάσσω (από καταστροφή, χαμό, θάνατο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    сохранить за собой право – επιφυλάσσω (διατηρώ) στον εαυτό μου το δικαίωμα.
    1. διατηρούμαι, (δια)φυλάσσομαι. || μτφ. μένω, δε λησμονιέμαι.
    2. αντέχω, δε φθείρομαι, συντηρούμαι.
    3. κρατιέμαι, βαστιέμαι (από άποψη υγείας κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > сохранить

  • 58 уступить

    -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уступленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. παραχωρώ• αφήνω•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    уступить право παραχωρώ το δικαίωμα•

    уступить территорию παραχωρώ έδαφος.

    2. υποχωρώ, ενδίδω•

    уступить сначала она противилась, но потом -ла στην αρχή αυτή εναντιώνονταν, όμως μετά ενέδοσε•

    силному υποχωρώ μπροστά στον ισχυρό•

    силе, насилию υποχωρώ στη δύναμη, στη βία•

    в споре υποχωρώ στη συζήτηση.

    || υστερώ•

    это ружьё твоему не -ит αυτό το όπλο δεν υστερεί από το δικό σου.

    3. πουλώ•

    уступить товар на полцены πουλώ το εμπόρευμα μισοτιμής.

    Большой русско-греческий словарь > уступить

См. также в других словарях:

  • правда — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. δικαιωσύνη) закон, законный поступок, добродетель или… …   Словарь церковнославянского языка

  • ВАРСОНОФИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. Прп. Варсонофий Великий. Икона XX в. [Варсануфий; греч. Βαρσανούφιος] († сер. VI в.), прп. (пам. 6 февр., пам. зап. 11 апр.), подвижник, аскетический писатель. Происходил из Египта. Согласно Д. Читти, имя… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»